Τρίτη 14 Ιανουαρίου 2014

ΤΟ ΚΕΛΑΡΙ ΤΗΣ ΝΤΡΟΠΗΣ [ 3ο απόσπασμα]
[ έκδοση Μάιος 2014]

Μάτι δεν έκλεισε η Ερατώ σε όλη την διάρκεια του ταξιδιού γιατί φοβόταν μήπως ανοίξει καμιά πόρτα ή παράθυρο του αεροπλάνου και πεταχτεί έξω. Ο Τάκης γελούσε με την αφέλεια της που τον διασκέδαζε πολύ. Ξημέρωνε όταν πια μπήκαν στον εναέριο χώρο της Αυστραλίας γατί το άκουσε να το λέει μια ανδρική φωνή. Για ώρες κοιτούσε εκστασιασμένη από το παράθυρο την γη κάτω που είχε περίεργα χρώματα, πότε κόκκινο, πότε καφέ, μωβ η κίτρινο και ο Τάκης της εξήγησε πως διέσχιζαν μια ακατοίκητη περιοχή γεμάτη πετρώματα που οι κάτοικοι τα εκμεταλλευόταν δημιουργώντας έργα τέχνης, ακόμη και κόσμημα. Κι όταν έφτασαν στην Μελβούρνη και αντί για κατακαλόκαιρο που ήταν στην Ελλάδα τους υποδέχτηκε τσουχτερό κρύο, το κορίτσι σοκαρίστηκε. Μα σε ποια χώρα είχε έρθει να ζήσει; Βέβαια ο άνδρας της, της είχε πει να ντυθεί ζεστά γιατί στην Αυστραλία έκανε κρύο, μα τόση παγωνιά δεν την περίμενε. Η αλήθεια ήταν πως κι εκείνος πάνω στα τρεξίματα του γάμου δεν την είχε προετοιμάσει. Εδώ ήταν καταχείμωνο.
"Δεν έχετε εδω καλοκαίρι;" Τον ρώτησε
"Πως δεν έχουμε και μάλιστα καυτό. Το δικό μας όμως καλοκαίρι αρχίζει από τον Οκτώβριο μέχρι τον Μάιο περίπου. Πάμε αντίθετα. Και εδώ είναι τώρα δύο το μεσημέρι μα στην Ελλάδα είναι έντεκα το βράδυ".
"Άλλο και πάλι τούτο" ψέλλισε. Μα τι χώρα είναι αυτή και πάει ανάποδα σε όλα της. Τι άλλο θα έβλεπε; Γι αυτό νύσταζε από ώρα τόσο πολύ;

Στο αεροδρόμιο τους περίμενε ένας ξάδελφος του άνδρα της γιατί τα πεθερικά της βρισκόταν στο παμπ όπως το έλεγε ο Τάκης και δεν είχαν που να το αφήσουν. Θα τους συναντούσε εκεί. Μπήκαν στο μεγάλο αυτοκίνητο και μετά από κάποια ώρα έφθασαν σε μια περιοχή που ονομαζόταν Ρίτσμοντ και ήταν προάστιο της Μελβούρνης γύρω στα δύο χιλιόμετρα από το κέντρο της πόλης και κοντά στο στάδιο όπως της εξήγησε ο άνδρα της που ήταν φανατικός οπαδός μιας ομάδας.
Το αυτοκίνητο σταμάτησε στον κεντρικό δρόμο έξω από την παμπ και η Ερατώ κοίταξε το στενόμακρο σπίτι που θα έμεναν με τα πεθερικά της και βρισκόταν απο πάνω. Η πεθερά της η Αρχοντούλα, μια γυναίκα σχετικά νέα, μόλις τους είδε έβγαλε μια κραυγή χαράς και με τεράστιο χαμόγελο και αναψοκοκκινισμένα μάγουλα και αφού φίλησε τον γιό της τα μάτια της καρφώθηκαν επάνω στην Ερατώ και το χαμόγελο της πάγωσε.

«Αυτή εδώ είναι η νύφη μας;» Ρώτησε
«Ναι μάνα αυτή είναι η γυναίκα μου η Ερατώ. Ερατώ η μάνα μου.»
Tην κοίταξε καλά καλά από πάνω μέχρι κάτω. «Καλώς την, καλώς την νύφη» είπε και την φίλησε στα δύο μάγουλα. Όμως το φιλί της ήταν ψυχρό κι εκείνη αν και άβγαλτη το ένοιωσε. «Καλέ τούτη είναι παιδάκι ακόμη είπε στον γιό της. Κι εγώ που περίμενα νταρντάνα νύφη» πέταξε την σπόντα της. «Έτσι δεν έλεγες Κούλη πως το χωριό σου βγάζει νταρντάνες; Τούτη εδώ είναι μισοριξιά.»
Ο πεθερός της χαμογέλασε και μάλλον την συμπάθησε. «Μωρέ μπορεί να μην είναι νταρντάνα αλλά έχει τσαγανό. Δες εδώ προσωπάκι. Ύστερα δεκαέξι είναι ακόμη Αρχοντούλα, θα ρίξει ύψος. Έλα μην αποπαίρνεις την νύφη μας ακόμη δεν ήρθε, αφού την διάλεξε ο γιος μας, καλή είναι. Καλώς ήρθες νύφη» είπε και της πέρασε στο λαιμό ένα χρυσό σταυρό. «Και μια και δεν σου πήραμε δώρο, θα σου δώσω το σταυρό της μάνας μου που δε ζει να τη θυμόμαστε και αύριο θα κάνουμε γλέντι εδώ να σε γνωρίσουν όλοι» της, είπε και την αγκάλιασε.

Ανέβηκαν την στενή σκάλα που οδηγούσαν στον επάνω όροφο και μπήκαν σ ένα μικρό σαλονάκι. Μετά ανέβηκαν κι άλλη πιο στενή σκάλα στον πιο πάνω όροφο που βρισκόταν δύο κρεβατοκάμαρες και πιο πάνω στη λιλιπούτεια σοφίτα η δική τους. Ίσα που χωρούσε ένα εναμισάρι κρεβάτι με ένα μόνο κομοδίνο και μια μικρή εντοιχισμένη ντουλάπα.
"Αυτό θα είναι το δωμάτιο σας" είπε η πεθερά της. "Εμείς θα κοιμόμαστε από κάτω σας και στην άλλη κρεβατοκάμαρα ο Ευτύχης. Θα ετοιμάζουμε το φαγητό κάτω στην κουζίνα στο παμπ και τρώμε εκεί ή το ανεβάζουμε επάνω."

Αυτό δεν της άρεσε καθόλου. Μέχρι εκείνη την στιγμή, πίστευε πως θα είχαν το δικό τους σπίτι, τον δικό τους χώρο και ότι απλά τα πεθερικά και ο κουνιάδος της θα έμεναν παραδίπλα. Όταν ο Τάκης της έλεγε ότι θα ζήσουν όλοι μαζί ποτέ θα φανταζόταν τόσο κοντά. Το πρώτο αγκαθάκι στην ευτυχία τους μόλις είχε ξεφυτρώσει. Το δωματιάκι ήταν καθαρό και περιποιημένο, είχε ένα μεγάλο παραθύρι με θέα στον κεντρικό δρόμο και μάλιστα υπήρχε κι ένα βάζο με λουλούδια στο κομοδίνο. Στο δάπεδο ήταν καλυμμένο από πλαστικό μουσαμά και δίπλα στο κρεβάτι στρωμένο ένα στενόμακρο χαλάκι. Σαν την άφησαν μόνη να τακτοποιηθεί άνοιξε την κοινή βαλίτσα με τον άνδρα της και άρχισε να κρεμά πρώτα τα δικά της ρούχα. Δεν είχαν πολλά, τι ρούχα να έχει ένα κορίτσι στο χωριό που ζει απομονωμένο; Εξ άλλου ο Τάκης της είχε πει πως θα της αγόραζε στην Αυστραλία ότι χρειαζόταν. Ξάπλωσε στο κρεβάτι χωρίς να ξέρει τι να κάνει. Ο άνδρας της βρισκόταν κάτω με τους γονιούς του. Έτσι όπως ήταν κουρασμένη και με την αλλαγή της ώρας την πήρε ο ύπνος. Όταν την ξύπνησε ο άνδρας της για να φάνε, είχε πέσει το σκοτάδι για τα καλά. Έπλυνε το πρόσωπό της στο μικρό μπάνιο κάτω στο σαλόνι, άλλαξε και κατέβηκε στην παμπ που είχε κόσμο.

«Ξεκουράστηκες νύφη;» Την ρώτησε η πεθερά της με ενδιαφέρον αλλά και μια γκριμάτσα που ήταν σαν να την κατσάδιαζε που παρακοιμήθηκε. Κούνησε καταφατικά το κεφάλι και μετά κούρνιασε σε μια θέση σ ένα τραπέζι που την έβαλε να καθίσει ο Τάκης δίπλα σε άγνωστους που μιλούσαν μια γλώσσα που δεν την καταλάβαινε. Ήταν φίλοι του άνδρα της πούχαν έρθει για τα συχαρίκια. Τους είχε έρθει όλους κάπως απότομα αυτός ο αιφνίδιος γάμος. Το παλικάρι είχε πάει για ένα μήνα διακοπές και γύρισε παντρεμένος. Μήπως η κοπέλα ήταν έγκυος; Ήταν το πρώτο που τον είχε ρωτήσει η μάνα του σαν τους ανήγγειλε ότι θα φέρει νύφη.
«Όχι μάννα ούτε που την άγγιξα. Αλήθεια σου λέω. Η Ερατώ είναι άβγαλτη και τελείως αθώα. Απλά την ερωτεύτηκα».
Τι να πει η Αρχοντούλα; Σαν έλεγε ο γιός της ότι ήταν αγνή ποιος μπορούσε να ξέρει καλύτερα;

Εκείνο το πρώτο βράδυ στην νέα της πατρίδα ένοιωσε μεγάλη μοναξιά. Ο άνδρας της σα να ξέχασε πως είχε γυναίκα μιλούσε κι έπινε με τους φίλους του, η πεθερά της σερβίριζε, ο πεθερός στην ψησταριά κι εκείνη απλά να κοιτάζει, ν΄ακούει και να μην καταλαβαίνει λέξη. Το φαγητό ήταν όμως νόστιμο. Αργά το βράδυ ανέβηκαν για ύπνο. Εκεί παραλίγο να στραβώσει ο γάμος. Η Ερατώ ως εκείνη την μέρα ανταποκρινόταν στα φιλιά του, εξ άλλου και ο Τάκης δεν την πίεσε περισσότερο. Μετά τον γάμο τους δεν πρόλαβαν να μείνουν μόνοι όπως θα άρμοζε σ ένα νιόπαντρο ζευγάρι και ο Τάκης δεν έβλεπε την ώρα να σμίξουν. Μα σαν έμειναν ολομόναχοι για πρώτη φορά πάνω σ ένα κρεβάτι και εκείνος έδειξε καθαρά τις προθέσεις του, η Ερατώ κατατρόμαξε κι έβαλε τα κλάματα. Την πήρε με το καλό, δεν του άρεσε να την βλέπει έτσι, εντάξει συνέβαιναν αυτά, όμως εκείνη είχε γίνει αγρίμι και αρνιόταν πεισματικά να του δοθεί. Και αυτό συνεχίστηκε και τα επόμενα βράδια. Έτσι σα πέρασαν δύο εβδομάδες αποτυχημένων προσπαθειών να ολοκληρωθεί η ένωσή τους, τότε μήνυσε τον θείο του στο χωριό που είχε τηλέφωνο να καλέσει την κουνιάδα του την Δήμητρα να μιλήσει στην αδελφή της. Και μιλήσανε αρκετά. Μετά από αυτό το τηλεφώνημα, η Ερατώ ηρέμησε και όλα πήγαν κατ ευχήν. Μόνο που εκείνο το βράδυ που δέχτηκε ν΄ανοίξει τα πόδια της, τον αιφνιδίασε και πάλι. Αυτό ήταν κάτι που δεν το περίμενε ποτέ από την νεαρή γυναίκα του, μα σαν μοντέρνος άνδρας δεν έδωσε συνέχεια. Του αρκούσε που ήταν υπάκουη και γλυκιά μαζί του .

Από εκεί και πέρα η ζωή της μπήκε σε μια σειρά κι εκείνη ανέλαβε καθήκοντα στο σπίτι. Ο πεθερός μαζί με την πεθερά της, τον άνδρα της και τον κουνιάδο της ολημερίς βρισκόταν στην παμπ. Το ωράριο τους ξεκινούσε από νωρίς το πρωί για τον εφοδιασμό της κουζίνας και τέλειωνε αργά το βράδυ με την λάντζα. Η περιοχή δίπλα λόγω του μεγάλου σταδίου αναπτυσσόταν με ταχύτατους ρυθμούς και οι οπαδοί των ομάδων έκαναν ουρά για να γευτούν τις ελληνικές νοστιμιές τους πριν και μετά τους αγώνες. Γιατί έκαναν κάτι σουβλάκια τεράστια σε μέγεθος που χόρταιναν και τον πιο απαιτητικό πελάτη. Τα κέρδη και ήταν αρκετά όμως η οικογένεια έκανε οικονομίες για να επεκτείνει την επιχείρηση. Η Ερατώ δεν είχε πρόβλημα με κανένα πέρα από την πεθερά της, που ήταν ολοφάνερο που δεν την ενέκρινε, γι αυτό δεν έχανε ευκαιρία να της κάνει παρατηρήσεις και να ξινίζει τα μούτρα της, λησμονώντας πως η νύφη της δεν ήταν παρά ένα παιδί, άβγαλτο και φοβισμένο.
"Γιατί δεν καθάρισες τα τζάμια;"
"Τα καθάρισα μάνα"
"Που τα καθάρισες, εδώ εχει λεκέ." Άντε να ξανακαθαρίζει τα καθαρά η Ερατώ. "Γιατί δεν ξεσκόνισες την ντουλάπα από πάνω;"
"Γιατί δεν έφτανα μάνα"
"Να τραβούσες το τραπέζι να πατήσεις και να τα ξεσκονίσεις"
Κι άντε τραβούσε το τραπέζι γιατί η πεθερά της δεν της αγόραζε μια σκάλα
"Γιατί κοιτάζεις από το παράθυρο; Ποιον θωρείς;"
"Κοιτώ τον δρόμο μάνα."
"Τι κοιτάς τον δρόμο, περιμένεις κανένα;"
"Όχι μάνα, ποιον να περιμένω, δεν ξέρω κανένα."
"Για να ιδω", έλεγε και πήγαινε στο παράθυρο να δει που κοιτάζει η νύφη της.

Μαύριζε η καρδιά του κοριτσιού που όμως να πει τον πόνο της; Η πεθερά έκανε τις παρατηρήσεις της όταν ήταν μόνες και ποτέ μπροστά στον γιό της. Τι να του πει η καψερή, πως η μάνα του δεν την ήθελε; Και που θα πήγαινε αν την έδιωχνε και ο άντρας της; Μήτε την γλώσσα ήξερε, μήτε λεφτά είχε, μήτε τολμούσε να ξεμυτίσει από το σπίτι. Φυλακισμένη δούλα στο χωριό της, φυλακισμένη δούλα κι εδώ. Ευτυχώς που η Αρχοντούλα βρισκόταν τις περισσότερες ώρες κάτω στο μαγαζί και την άφηνε στην ησυχία της να κουμαντάρει το νοικοκυριό, διαφορετικά θα είχε δημιουργηθεί πολύ μεγάλο πρόβλημα. Στην αρχή δεν την ήθελαν κάτω στα πόδια τους έτσι κι αλλιώς δεν μιλούσε την γλώσσα και δεν μπορούσε να προσφέρει και πολλά. Όμως αργότερα άρχισε να κατεβαίνει για τη λάντζα. Κι αν δεν έπλυνε πιάτα και ποτήρια εκεί στον νεροχύτη. Δεν την πείραζε, ήταν μαθημένη στα δύσκολα, τα κατάφερνε μια χαρά, αρκεί να την άφηναν στην ησυχία της.
Η μόνη της διασκέδαση ήταν τα Σαββατόβραδα που μαζευόταν κόσμος κι ερχόταν και τα ξαδέλφια του Τάκη με τις οικογένειες τους να φάνε και να πιουν. Καθόταν μαζί τους αμίλητη, γιατί μιλούσαν περισσότερο αγγλικά, παρατηρώντας τον κόσμο. Και μετά σαν έφευγαν άρχιζε η λάντζα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου