Παρασκευή 4 Απριλίου 2014

Σαν να είχε δει φάντασμα

Σαν να είχε δει φάντασμα


Μάκης Ρουσομάνης

Ελληνική Πρωτοβουλία, 2013

Ιστορίες παλιές, αστείες, τραγικές...

Για αγάπες και έρωτες...
Για νεράιδες, νύφες, φαντάσματα και θανάτους, που έτυχε να ακούσω σαν παραμύθια, από μικρό παιδί από συγγενείς, γιαγιάδες και θείους σα νανουρίσματα, κάθε βράδυ πριν κοιμηθώ.
Παιδάκι τότε, με αυτιά σφουγγάρια, θυμάμαι άκουγα ιστορίες και παραμύθια, και φανταζόμουν γεγονότα, πλέκοντας στο μυαλό μου διάφορα σενάρια..
Όλα αυτά τα ακούσματα, έγιναν ένα, και να σου το πρώτο μου βιβλίο.
Μια πραγματικά Απίστευτη Ιστορία, 
που θα μπορούσε να είναι σενάριο για ταινία αγάπης.. μυστηρίου..


"Λίγα λόγια..."
Ήταν 10 Δεκέμβρη, όταν γεννήθηκε εκείνη και φώτισε το φτωχό σπιτικό, στην οδό Αναπαύσεως 69, της Θεσσαλονίκης.
Ήταν η Στέλλα...
Ήταν 10 Δεκέμβρη, όταν εκείνου η ματιά αντίκρισε για πρώτη φορά τον ήλιο, σ' ένα χωριουδάκι στους πρόποδες του Ολύμπου.
Ήταν ο Παναγιώτης...
Ήταν 10 Δεκεμβρίου 20 χρόνια μετά όταν συναντήθηκαν!!!

Μόνο που...

ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΗΤΑΝ Η ΖΑΧΑΡΗ   Στην Κρήτη του Μεσοπολέμου μεγαλώνει η Κατίνα, σ’ έναν κόσμο σκληρό αλλά αθώο. Η μοίρα της, ίδια με πολλών γυναικών της εποχής αυτής, θα την οδηγήσει στον μεταπολεμικό Πειραιά και στην ασφυκτική αγκαλιά του Θέμελη, ενός άντρα-γρίφου που ασκεί μια καταστροφική και ανεξήγητη γοητεία στις ψυχές των άλλων, παραμένοντας σκοτεινός και αντιφατικός ως το τέλος. Η ηρωίδα, ως άλλη Πηνελόπη, εγκλωβίζεται σ’ έναν αδιέξοδο έρωτα, σ’ ένα γάμο μαρτυρικό μ’ ένα μοιραίο Οδυσσέα που κρύβει καλά τα δικά του μυστικά. Από την προπολεμική Κρήτη στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο μέχρι τις προσφυγικές συνοικίες του Πειραιά, η ιστορία δεμένη με τα πέτρινα χρόνια της Ελλάδας, στροβιλίζεται γύρω από ένα ζευγάρι εκρηκτικό που βιώνει την καλοσύνη και τη σκληρότητα, την υπομονή και τον παραλογισμό, την αφοσίωση και τον αμοραλισμό. Ένα μυθιστόρημα-καλειδοσκόπιο μιας δύσκολης εποχής, ποτισμένο με εικόνες, μυρωδιές και μνήμες…
ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΗΤΑΝ Η ΖΑΧΑΡΗ
ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΗΤΑΝ Η ΖΑΧΑΡΗ

Τρίτη 14 Ιανουαρίου 2014

ΤΟ ΚΕΛΑΡΙ ΤΗΣ ΝΤΡΟΠΗΣ [ 3ο απόσπασμα]
[ έκδοση Μάιος 2014]

Μάτι δεν έκλεισε η Ερατώ σε όλη την διάρκεια του ταξιδιού γιατί φοβόταν μήπως ανοίξει καμιά πόρτα ή παράθυρο του αεροπλάνου και πεταχτεί έξω. Ο Τάκης γελούσε με την αφέλεια της που τον διασκέδαζε πολύ. Ξημέρωνε όταν πια μπήκαν στον εναέριο χώρο της Αυστραλίας γατί το άκουσε να το λέει μια ανδρική φωνή. Για ώρες κοιτούσε εκστασιασμένη από το παράθυρο την γη κάτω που είχε περίεργα χρώματα, πότε κόκκινο, πότε καφέ, μωβ η κίτρινο και ο Τάκης της εξήγησε πως διέσχιζαν μια ακατοίκητη περιοχή γεμάτη πετρώματα που οι κάτοικοι τα εκμεταλλευόταν δημιουργώντας έργα τέχνης, ακόμη και κόσμημα. Κι όταν έφτασαν στην Μελβούρνη και αντί για κατακαλόκαιρο που ήταν στην Ελλάδα τους υποδέχτηκε τσουχτερό κρύο, το κορίτσι σοκαρίστηκε. Μα σε ποια χώρα είχε έρθει να ζήσει; Βέβαια ο άνδρας της, της είχε πει να ντυθεί ζεστά γιατί στην Αυστραλία έκανε κρύο, μα τόση παγωνιά δεν την περίμενε. Η αλήθεια ήταν πως κι εκείνος πάνω στα τρεξίματα του γάμου δεν την είχε προετοιμάσει. Εδώ ήταν καταχείμωνο.
"Δεν έχετε εδω καλοκαίρι;" Τον ρώτησε
"Πως δεν έχουμε και μάλιστα καυτό. Το δικό μας όμως καλοκαίρι αρχίζει από τον Οκτώβριο μέχρι τον Μάιο περίπου. Πάμε αντίθετα. Και εδώ είναι τώρα δύο το μεσημέρι μα στην Ελλάδα είναι έντεκα το βράδυ".
"Άλλο και πάλι τούτο" ψέλλισε. Μα τι χώρα είναι αυτή και πάει ανάποδα σε όλα της. Τι άλλο θα έβλεπε; Γι αυτό νύσταζε από ώρα τόσο πολύ;

Στο αεροδρόμιο τους περίμενε ένας ξάδελφος του άνδρα της γιατί τα πεθερικά της βρισκόταν στο παμπ όπως το έλεγε ο Τάκης και δεν είχαν που να το αφήσουν. Θα τους συναντούσε εκεί. Μπήκαν στο μεγάλο αυτοκίνητο και μετά από κάποια ώρα έφθασαν σε μια περιοχή που ονομαζόταν Ρίτσμοντ και ήταν προάστιο της Μελβούρνης γύρω στα δύο χιλιόμετρα από το κέντρο της πόλης και κοντά στο στάδιο όπως της εξήγησε ο άνδρα της που ήταν φανατικός οπαδός μιας ομάδας.
Το αυτοκίνητο σταμάτησε στον κεντρικό δρόμο έξω από την παμπ και η Ερατώ κοίταξε το στενόμακρο σπίτι που θα έμεναν με τα πεθερικά της και βρισκόταν απο πάνω. Η πεθερά της η Αρχοντούλα, μια γυναίκα σχετικά νέα, μόλις τους είδε έβγαλε μια κραυγή χαράς και με τεράστιο χαμόγελο και αναψοκοκκινισμένα μάγουλα και αφού φίλησε τον γιό της τα μάτια της καρφώθηκαν επάνω στην Ερατώ και το χαμόγελο της πάγωσε.

«Αυτή εδώ είναι η νύφη μας;» Ρώτησε
«Ναι μάνα αυτή είναι η γυναίκα μου η Ερατώ. Ερατώ η μάνα μου.»
Tην κοίταξε καλά καλά από πάνω μέχρι κάτω. «Καλώς την, καλώς την νύφη» είπε και την φίλησε στα δύο μάγουλα. Όμως το φιλί της ήταν ψυχρό κι εκείνη αν και άβγαλτη το ένοιωσε. «Καλέ τούτη είναι παιδάκι ακόμη είπε στον γιό της. Κι εγώ που περίμενα νταρντάνα νύφη» πέταξε την σπόντα της. «Έτσι δεν έλεγες Κούλη πως το χωριό σου βγάζει νταρντάνες; Τούτη εδώ είναι μισοριξιά.»
Ο πεθερός της χαμογέλασε και μάλλον την συμπάθησε. «Μωρέ μπορεί να μην είναι νταρντάνα αλλά έχει τσαγανό. Δες εδώ προσωπάκι. Ύστερα δεκαέξι είναι ακόμη Αρχοντούλα, θα ρίξει ύψος. Έλα μην αποπαίρνεις την νύφη μας ακόμη δεν ήρθε, αφού την διάλεξε ο γιος μας, καλή είναι. Καλώς ήρθες νύφη» είπε και της πέρασε στο λαιμό ένα χρυσό σταυρό. «Και μια και δεν σου πήραμε δώρο, θα σου δώσω το σταυρό της μάνας μου που δε ζει να τη θυμόμαστε και αύριο θα κάνουμε γλέντι εδώ να σε γνωρίσουν όλοι» της, είπε και την αγκάλιασε.

Ανέβηκαν την στενή σκάλα που οδηγούσαν στον επάνω όροφο και μπήκαν σ ένα μικρό σαλονάκι. Μετά ανέβηκαν κι άλλη πιο στενή σκάλα στον πιο πάνω όροφο που βρισκόταν δύο κρεβατοκάμαρες και πιο πάνω στη λιλιπούτεια σοφίτα η δική τους. Ίσα που χωρούσε ένα εναμισάρι κρεβάτι με ένα μόνο κομοδίνο και μια μικρή εντοιχισμένη ντουλάπα.
"Αυτό θα είναι το δωμάτιο σας" είπε η πεθερά της. "Εμείς θα κοιμόμαστε από κάτω σας και στην άλλη κρεβατοκάμαρα ο Ευτύχης. Θα ετοιμάζουμε το φαγητό κάτω στην κουζίνα στο παμπ και τρώμε εκεί ή το ανεβάζουμε επάνω."

Αυτό δεν της άρεσε καθόλου. Μέχρι εκείνη την στιγμή, πίστευε πως θα είχαν το δικό τους σπίτι, τον δικό τους χώρο και ότι απλά τα πεθερικά και ο κουνιάδος της θα έμεναν παραδίπλα. Όταν ο Τάκης της έλεγε ότι θα ζήσουν όλοι μαζί ποτέ θα φανταζόταν τόσο κοντά. Το πρώτο αγκαθάκι στην ευτυχία τους μόλις είχε ξεφυτρώσει. Το δωματιάκι ήταν καθαρό και περιποιημένο, είχε ένα μεγάλο παραθύρι με θέα στον κεντρικό δρόμο και μάλιστα υπήρχε κι ένα βάζο με λουλούδια στο κομοδίνο. Στο δάπεδο ήταν καλυμμένο από πλαστικό μουσαμά και δίπλα στο κρεβάτι στρωμένο ένα στενόμακρο χαλάκι. Σαν την άφησαν μόνη να τακτοποιηθεί άνοιξε την κοινή βαλίτσα με τον άνδρα της και άρχισε να κρεμά πρώτα τα δικά της ρούχα. Δεν είχαν πολλά, τι ρούχα να έχει ένα κορίτσι στο χωριό που ζει απομονωμένο; Εξ άλλου ο Τάκης της είχε πει πως θα της αγόραζε στην Αυστραλία ότι χρειαζόταν. Ξάπλωσε στο κρεβάτι χωρίς να ξέρει τι να κάνει. Ο άνδρας της βρισκόταν κάτω με τους γονιούς του. Έτσι όπως ήταν κουρασμένη και με την αλλαγή της ώρας την πήρε ο ύπνος. Όταν την ξύπνησε ο άνδρας της για να φάνε, είχε πέσει το σκοτάδι για τα καλά. Έπλυνε το πρόσωπό της στο μικρό μπάνιο κάτω στο σαλόνι, άλλαξε και κατέβηκε στην παμπ που είχε κόσμο.

«Ξεκουράστηκες νύφη;» Την ρώτησε η πεθερά της με ενδιαφέρον αλλά και μια γκριμάτσα που ήταν σαν να την κατσάδιαζε που παρακοιμήθηκε. Κούνησε καταφατικά το κεφάλι και μετά κούρνιασε σε μια θέση σ ένα τραπέζι που την έβαλε να καθίσει ο Τάκης δίπλα σε άγνωστους που μιλούσαν μια γλώσσα που δεν την καταλάβαινε. Ήταν φίλοι του άνδρα της πούχαν έρθει για τα συχαρίκια. Τους είχε έρθει όλους κάπως απότομα αυτός ο αιφνίδιος γάμος. Το παλικάρι είχε πάει για ένα μήνα διακοπές και γύρισε παντρεμένος. Μήπως η κοπέλα ήταν έγκυος; Ήταν το πρώτο που τον είχε ρωτήσει η μάνα του σαν τους ανήγγειλε ότι θα φέρει νύφη.
«Όχι μάννα ούτε που την άγγιξα. Αλήθεια σου λέω. Η Ερατώ είναι άβγαλτη και τελείως αθώα. Απλά την ερωτεύτηκα».
Τι να πει η Αρχοντούλα; Σαν έλεγε ο γιός της ότι ήταν αγνή ποιος μπορούσε να ξέρει καλύτερα;

Εκείνο το πρώτο βράδυ στην νέα της πατρίδα ένοιωσε μεγάλη μοναξιά. Ο άνδρας της σα να ξέχασε πως είχε γυναίκα μιλούσε κι έπινε με τους φίλους του, η πεθερά της σερβίριζε, ο πεθερός στην ψησταριά κι εκείνη απλά να κοιτάζει, ν΄ακούει και να μην καταλαβαίνει λέξη. Το φαγητό ήταν όμως νόστιμο. Αργά το βράδυ ανέβηκαν για ύπνο. Εκεί παραλίγο να στραβώσει ο γάμος. Η Ερατώ ως εκείνη την μέρα ανταποκρινόταν στα φιλιά του, εξ άλλου και ο Τάκης δεν την πίεσε περισσότερο. Μετά τον γάμο τους δεν πρόλαβαν να μείνουν μόνοι όπως θα άρμοζε σ ένα νιόπαντρο ζευγάρι και ο Τάκης δεν έβλεπε την ώρα να σμίξουν. Μα σαν έμειναν ολομόναχοι για πρώτη φορά πάνω σ ένα κρεβάτι και εκείνος έδειξε καθαρά τις προθέσεις του, η Ερατώ κατατρόμαξε κι έβαλε τα κλάματα. Την πήρε με το καλό, δεν του άρεσε να την βλέπει έτσι, εντάξει συνέβαιναν αυτά, όμως εκείνη είχε γίνει αγρίμι και αρνιόταν πεισματικά να του δοθεί. Και αυτό συνεχίστηκε και τα επόμενα βράδια. Έτσι σα πέρασαν δύο εβδομάδες αποτυχημένων προσπαθειών να ολοκληρωθεί η ένωσή τους, τότε μήνυσε τον θείο του στο χωριό που είχε τηλέφωνο να καλέσει την κουνιάδα του την Δήμητρα να μιλήσει στην αδελφή της. Και μιλήσανε αρκετά. Μετά από αυτό το τηλεφώνημα, η Ερατώ ηρέμησε και όλα πήγαν κατ ευχήν. Μόνο που εκείνο το βράδυ που δέχτηκε ν΄ανοίξει τα πόδια της, τον αιφνιδίασε και πάλι. Αυτό ήταν κάτι που δεν το περίμενε ποτέ από την νεαρή γυναίκα του, μα σαν μοντέρνος άνδρας δεν έδωσε συνέχεια. Του αρκούσε που ήταν υπάκουη και γλυκιά μαζί του .

Από εκεί και πέρα η ζωή της μπήκε σε μια σειρά κι εκείνη ανέλαβε καθήκοντα στο σπίτι. Ο πεθερός μαζί με την πεθερά της, τον άνδρα της και τον κουνιάδο της ολημερίς βρισκόταν στην παμπ. Το ωράριο τους ξεκινούσε από νωρίς το πρωί για τον εφοδιασμό της κουζίνας και τέλειωνε αργά το βράδυ με την λάντζα. Η περιοχή δίπλα λόγω του μεγάλου σταδίου αναπτυσσόταν με ταχύτατους ρυθμούς και οι οπαδοί των ομάδων έκαναν ουρά για να γευτούν τις ελληνικές νοστιμιές τους πριν και μετά τους αγώνες. Γιατί έκαναν κάτι σουβλάκια τεράστια σε μέγεθος που χόρταιναν και τον πιο απαιτητικό πελάτη. Τα κέρδη και ήταν αρκετά όμως η οικογένεια έκανε οικονομίες για να επεκτείνει την επιχείρηση. Η Ερατώ δεν είχε πρόβλημα με κανένα πέρα από την πεθερά της, που ήταν ολοφάνερο που δεν την ενέκρινε, γι αυτό δεν έχανε ευκαιρία να της κάνει παρατηρήσεις και να ξινίζει τα μούτρα της, λησμονώντας πως η νύφη της δεν ήταν παρά ένα παιδί, άβγαλτο και φοβισμένο.
"Γιατί δεν καθάρισες τα τζάμια;"
"Τα καθάρισα μάνα"
"Που τα καθάρισες, εδώ εχει λεκέ." Άντε να ξανακαθαρίζει τα καθαρά η Ερατώ. "Γιατί δεν ξεσκόνισες την ντουλάπα από πάνω;"
"Γιατί δεν έφτανα μάνα"
"Να τραβούσες το τραπέζι να πατήσεις και να τα ξεσκονίσεις"
Κι άντε τραβούσε το τραπέζι γιατί η πεθερά της δεν της αγόραζε μια σκάλα
"Γιατί κοιτάζεις από το παράθυρο; Ποιον θωρείς;"
"Κοιτώ τον δρόμο μάνα."
"Τι κοιτάς τον δρόμο, περιμένεις κανένα;"
"Όχι μάνα, ποιον να περιμένω, δεν ξέρω κανένα."
"Για να ιδω", έλεγε και πήγαινε στο παράθυρο να δει που κοιτάζει η νύφη της.

Μαύριζε η καρδιά του κοριτσιού που όμως να πει τον πόνο της; Η πεθερά έκανε τις παρατηρήσεις της όταν ήταν μόνες και ποτέ μπροστά στον γιό της. Τι να του πει η καψερή, πως η μάνα του δεν την ήθελε; Και που θα πήγαινε αν την έδιωχνε και ο άντρας της; Μήτε την γλώσσα ήξερε, μήτε λεφτά είχε, μήτε τολμούσε να ξεμυτίσει από το σπίτι. Φυλακισμένη δούλα στο χωριό της, φυλακισμένη δούλα κι εδώ. Ευτυχώς που η Αρχοντούλα βρισκόταν τις περισσότερες ώρες κάτω στο μαγαζί και την άφηνε στην ησυχία της να κουμαντάρει το νοικοκυριό, διαφορετικά θα είχε δημιουργηθεί πολύ μεγάλο πρόβλημα. Στην αρχή δεν την ήθελαν κάτω στα πόδια τους έτσι κι αλλιώς δεν μιλούσε την γλώσσα και δεν μπορούσε να προσφέρει και πολλά. Όμως αργότερα άρχισε να κατεβαίνει για τη λάντζα. Κι αν δεν έπλυνε πιάτα και ποτήρια εκεί στον νεροχύτη. Δεν την πείραζε, ήταν μαθημένη στα δύσκολα, τα κατάφερνε μια χαρά, αρκεί να την άφηναν στην ησυχία της.
Η μόνη της διασκέδαση ήταν τα Σαββατόβραδα που μαζευόταν κόσμος κι ερχόταν και τα ξαδέλφια του Τάκη με τις οικογένειες τους να φάνε και να πιουν. Καθόταν μαζί τους αμίλητη, γιατί μιλούσαν περισσότερο αγγλικά, παρατηρώντας τον κόσμο. Και μετά σαν έφευγαν άρχιζε η λάντζα.
ΤΟ ΚΕΛΑΡΙ ΤΗΣ ΝΤΡΟΠΗΣ[δεύτερο απόσπασμα βιβλίου]
[ έκδοση Μάιος 2014] 

«Σ αγαπώ» της είπε για πολλοστή φορά «και δεν βλέπω την ώρα να ενωθούμε και να γίνουμε ζευγάρι. Εκείνη η μέρα θα είναι η πιο ευτυχισμένη της ζωής μου». Το κορίτσι χαμογέλασε αχνά και δεν απάντησε. «Γιατί δε μιλάς Δημητρούλα; Τελευταία έχεις βουβαθεί για τα καλά, εσυ που τιτίβιζες πάντα σαν πουλάκι. Μήπως έχεις μετανιώσει που δέχτηκες αυτή την αγάπη;»

Εκείνη σφίχτηκε με δύναμη επάνω του
«Όχι, ποτέ δεν θα μετανιώσω για όσα σου είπα. Μακάρι να γίνουν αληθινά τα όνειρά μας Τριάντη..όμως..»
«Τι όμως;»
«Αν μια μέρα μάθεις πως έκανα κάτι κακό θα μ αγαπάς το ίδιο;»
«Τι κακό θα μπορούσε να κάνει ένα άδολο πλάσμα σαν κι εσένα Δημητρούλα;» Είπε το αγόρι και γέλασε. «Το πολύ πολύ να ξεχαστείς και να κάψεις καμιά πίτα» είπε και την αγκάλιασε σφιχτά.

Την ίδια στιγμή ο Δημητρός επέστρεφε στο σπίτι λίγο νωρίτερα επειδή μια προβατίνα του είχε αφανιστεί στα καλά καθούμενα κι όσο κι αν την έψαξε δεν την βρήκε. Σκέφτηκε μήπως είχε επιστρέψει μόνη της σπίτι. Όμως δεν ήταν εκεί κι αυτό τον εκνεύρισε ακόμη περισσότερο.
«Να την πάρει και να την σηκώσει ο διάολος» είπε με θυμό. «Που στο κόρακα πήγε το ζωντανό μου λες;» είπε στην Βαγγελιώ.
«Θα την βρεις άνδρα μου μη κάνεις έτσι. Δεν μπορεί να πήγε μακριά κάπου θα την βρεις»
« Πρέπει να την βρω, δεν μας περισσεύουν λεφτά για να χάνουμε τώρα και ζωντανά. Τι πίτα κάνατε σήμερα;»
« Δεν κάναμε, έχουμε από ψες πρασόπιτα»
«Φώναξε την Δήμητρα να φτιάξει μια μηλόπιτα που πεθύμησα να βάλω γλυκό στο στόμα μου».
«Πήγε να πετάξει τις κοπριές μα δεν γύρισε ακόμη. Μάλλον θα είναι πίσω στο μαντρί».
Σηκώθηκε ο Δημητρός και πήγε στο μαντρί, αλλά η κόρη του δεν ήταν εκεί. Μετα την έψαξε τριγύρω και σαν δεν την βρήκε κίνησε για το δάσος.

Ο Τριάντης είχε αγκαλιάσει την Δήμητρα από την μέση κι εκείνη μ ακουμπισμένο το κεφάλι στον ώμο του χάιδευε τρυφερά το χέρι του. Ούτε που αντιλήφθηκαν την παρουσία του πατέρα της πίσω τους, ούτε πρόσεξαν πως τα πουλιά είχαν σιωπήσει απότομα, ακόμη και το ποταμάκι έπαψε να κελαρύζει.

«Δήμητρα!!» Η βροντερή φωνή του ξέσκισε την ησυχία του δάσους και τα πουλιά φτερούγησαν τρομαγμένα και πέταξαν από τα φυλλώματα μακριά.
Η Δήμητρα πετάχτηκε όρθια με ορθάνοιχτα από τον τρόμο μάτια ενώ ο Τριάντης ήταν ακόμη καθισμένος κάτω.
«Πατέρα…» ψέλλισε τρέμοντας
«Τι κάνεις εκεί μωρή βρώμα; Ποιος είναι αυτός που εκεί πέρα που τολμά να σε αγγίζει παλιοπουτάνα;»
Το παλικαράκι σηκώθηκε από τη θέση του «κύριε Τσιρίγκο» είπε με σεβασμό όμως χωρίς να φοβάται, «είμαι ο Τριάντης ο γιός του Παναγιώτη Δαμαλά παλιός συμμαθητής της κόρης σας. έχω καλό σκοπό για την Δήμητρα, αγαπιόμαστε και…
Δεν πρόλαβε να τελειώσει την φράση του. Οι φλόγες που άναψαν στα μάτια του Δημητρού ήταν ικανές να κάψουν το δάσος. Η ανάσα του έγινε βαριά και οι φλέβες του λαιμού του πετάχτηκαν μελανές έτοιμες να σπάσουν. Προχώρησε προς το μέρος του με βλέμμα παγωμένο.
«Μη πατέρα! Μη!» όρμησε η Δήμητρα να το σταματήσει. Το χαστούκι που έπεσε πάνω στο πρόσωπό της την πέταξε τρία μέτρα μακριά. Το κορίτσι έπεσε στο έδαφος βογκώντας περισσότερο από τον τρόμο παρά από τον πόνο. Την επόμενη στιγμή ο Τριάντης ένοιωσε μια σιδερένια τανάλια να τον αρπάζει από τον λαιμό να τον σηκώνει από το έδαφος στον αέρα και να τον ακουμπά με δύναμη πάνω στον κορμό του δέντρου. Η φωνή του αγοριού πνίγηκε στο λαρύγγι του. Το βλέμμα του άνδρα απέναντι του γυάλινο όμοιο με αγριμιού που η πείνα το θερίζει από μέρες ήταν γαντζωμένο πάνω του χωρίς να χάνει χιλιοστό από τον στόχο του. Ο νέος αδυνατούσε να μιλήσει ή έστω να βογκήξει. «Και ποιος είσαι εσυ ρε τσόγλανε που τολμάς να βλέπεις και να ακουμπάς την κόρη μου; Πόσο καιρό γίνεται αυτό πίσω από την πλάτη μου; Πηδάς την κόρη μου ρε αλήτη;» ακούστηκε άγρια η φωνή του.
«Μη πατέρα! Μη του κάνεις κακό! »άρχισε να ουρλιάζει τώρα η Δήμητρα αγκαλιάζοντας τα πόδια του «Δεν μ εχει αγγίξει, στο ορκίζομαι στον Θεό! Δεν με εχει αγγίξει.»
«Λέει αλήθεια τούτη ρε;»
Το παλληκάρι προσπάθησε να κουνήσει το κεφάλι καταφατικά ενώ είχε μπλαβιάσει ολόκληρο. Ο Δημητρός τότε μόνο πρόσεξε το μελανιασμένο του πρόσωπο και χαλαρώνοντας την λαβή του χεριού του τον άφησε να πατήσει στο έδαφος. «Άκουσε καλά μπάσταρδε τι θα σου πω γιατί θα είναι η πρώτη και η τελευταία φορά. Αν ξανατολμήσεις και πλησιάσεις την Δήμητρα περισσότερο από χίλια μέτρα, θα σε θάψω ζωντανό στην ρίζα αυτού του δέντρου. Το κατάλαβες;» Ο Τριάντης προσπαθώντας σαν πάρει ανάσες μόνο τον κοίταζε. «Και τώρα τσακίσου από τα μάτια μου!».
Το αγόρι κοίταζε την κοπέλα που είχε πανιάσει και έκλαιγε κάνοντας του νοήματα να φύγει και μετά με απρόθυμα βήματα απομακρύνθηκε βήχοντας στην προσπάθειά του να βρει τον ρυθμό της ανάσας του. Την επόμενη στιγμή ο Δημητρός βουτώντας με δύναμη από τη κοτσίδα την κοπέλα άρχισε να την σέρνει πίσω του ενώ ο Τριάντης είχε μείνει στήλη άλατος χωρίς να ξέρει τι να κάνει.

Την έσυρε μέχρι που μπήκαν στην αυλή του σπιτιού και την οδήγησε στο μαντρί ενώ εκείνη έκλαιγε γοερά. Με το που μπήκαν μέσα άρπαξε το ψαλίδι που κούρευε τα ζωντανά. Πριν καν καταλάβει η Δήμητρα τι γινόταν την πέταξε στο έδαφος και βάζοντας το γόνατό του στο σβέρκο της. Η Δήμητρα πιστεύοντας πως θα την σφάξει άρχισε να ουρλιάζει. Την επόμενη στιγμή άκουσε ένα χρατς και πρόλαβε να δεί την μακριά πλούσια κοτσίδα της να πέφτει στο σκατωμένο έδαφος. Μετα ο πατέρας της αρπάζοντας τούφες μαλλιών άρχισε να τις κόβει σύριζα με λύσσα κόβοντας μαζί και κομμάτια δέρματος. Ο πόνος ήταν τρομαχτικός και η Δήμητρα έσκουζε τώρα σαν σφαγιασμένο ζωντανό θορυβώντας το κοπάδι που πήγε και στριμώχτηκες σε μια γωνιά το ένα πάνω στο άλλο βελάζοντας τρομαγμένο. Αίματα άρχισαν να κυλούν στο πρόσωπο της και στο δάπεδο ενώ εκείνη μάταια να προσπαθούσε να ξεφύγει από τα σιδερένια χέρια του. Η Αναστασία μαζί με τη Ερατώ και την Βαγγελιώ που άκουσαν τα ουρλιαχτά μπήκαν στο μαντρί αλλά η λύσσα του Δημητρού ήταν τόσο μεγάλη, που καμιά τους δεν τόλμησαν να τον πλησιάσει και να τον εμποδίσει από αυτό που έκανε.. Και σαν το κεφάλι τα έγινε μια τεράστια πληγή χωρίς ίχνος τρίχας, τότε μόνο σηκώθηκε από πάνω της και πέταξε την ψαλίδα.
«Έτσι τιμωρούνται οι πουτάνες!» φώναξε δυνατά και βγήκε από μαντρί. Η Δήμητρα απελευθερωμένη πιάνοντας το κεφάλι της και βλέποντας τα χέρια της μες τα αίματα άρχισε να ουρλιάζει ακόμη περισσότερο διπλωμένη πάνω στα δύο εκεί πάνω στα σκατά των ζώων. Την επόμενη στιγμή η Αναστασία τρέχοντας στην αυλή άρπαξε μια απλωμένη πετσέτα και τύλιξε το κεφάλι της
«Σήκω αδελφή, σήκω» της είπε κλαίγοντας. Σήκω να σου βάλω βοτάνια στις πληγές σου


Δημοσιευμένο στη σελίδα της συγγραφέως στο facebook 

Δευτέρα 13 Ιανουαρίου 2014

ΚΙ ΟΜΩΣ ΥΠΑΡΧΕΙ ΑΥΡΙΟ...

ΜΙΚΡΟΙ ΑΓΓΕΛΟΙ

ΡΕΝΑ ΡΩΣΣΗ-ΖΑΪΡΗ

ΜΙΚΡΟΙ ΑΓΓΕΛΟΙ
Η Άρτεμη λούζεται από τον ήλιο, αντικρίζει τη θάλασσα και τα λουλούδια, είναι ευτυχισμένη. Ευωδιάζει βανίλια, ένα μικρό παιδί στη Χώρα των Θαυμάτων, τρυφερό, ευάλωτο, τρωτό. Η Μιρέλλα μοσχοβολάει κανέλα. Απέραντος εγωισμός και γοητεία. Ζωηρή, χαδιάρα, χορεύει παρέα με την οργή και τις ενοχές της για μια μυστηριώδη δολοφονία. Τρεις μικροί άγγελοι που ανασαίνουν παρέα. Παράλληλες ζωές και συνάμα τόσο διαφορετικές, που τις καθορίζει, άθελά του, ένα αγόρι με μια κιθάρα, ο Άγγελος. Μια ιστορία πλημμυρισμένη με ήχους και μυρωδιές, που προσπαθεί να ανακαλύψει την κλεισμένη στη χούφτα μας ευτυχία, σε μια Ελλάδα που άλλοτε μας κανακεύει κι άλλοτε μας πληγώνει…Η Νεφέλη τρέχει ξυπόλυτη σε 
παραλίες γεμάτες πεύκα και καθάρια νερά, με ένα χρυσό κουρέλι στα κατακόκκινα μαλλιά της. Μοιάζει πικρή και γλυκιά σαν σοκολάτα, αλλάζει χίλιες μορφές, άλλοτε δυνατή κι άλλοτε ευαίσθητη, μαγεύει…

Τρίτη 7 Ιανουαρίου 2014

Ο Ευγένιος Τριβιζάς γεννήθηκε στην Αθήνα το 1946. Σπούδασε νομικά και οικονομικά και είναι καθηγητής εγκληματολογίας στην Αγγλία. Διδάσκει στο Πανεπιστήμιο του Reading, όπου διατελεί Ομότιμος Καθηγητής, και σε άλλα πανεπιστήμια. Είναι γνωστός ως συγγραφέας βιβλίων για παιδιά από τεσσάρων χρονών και πάνω. Όλα του τα έργα τα χαρακτηρίζει πρωτοτυπία και μεγάλη φαντασία.
Έχει γράψει περίπου 150 βιβλία μεταξύ των οποίων μυθιστορήματα, παραμύθια, θεατρικά έργα, αλφαβητάρια, διηγήματα, κόμικς, εκπαιδευτικά βιβλία, ενώ έχει συνεργαστεί και με παιδικά περιοδικά. Από τα πιο γνωστά του έργα είναι η Φρουτοπία και το Νησί των πυροτεχνημάτων.


Βιογραφία

Ο Ευγένιος Τριβιζας ειναι δικηγόρος, πτυχιούχος της Νομικής και των Πολιτικών και Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών, κάτοχος πτυχίου Master of Laws (University College) και διδάκτωρ Νομικής του Πανεπιστημίου του Λονδίνου (London School of Economics and Political Science). Επίσης Senior Research Fellow του Πανεπιστημίου Λονδίνου. Διδάσκει Εγκληματολογία και Συγκριτικό Ποινικό Δίκαιο στο Πανεπιστήμιο του Reading και διευθύνει το Τμήμα Εγκληματολογικών Μελετών του ίδιου Πανεπιστημίου (Director of Criminal Justice Studies). Έχει διδάξει επίσης στο Bramshill Police College, τo Central London Polytechnic και το London School of Economics. Από το 1993-1998 ήταν επισκέπτης καθηγητής Εγκληματολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Με τη λογοτεχνία ο Ευγένιος Τριβιζάς έχει ασχοληθεί από τα παιδικά του χρόνια. Έχει γράψει πάνω από 100 βιβλία για παιδιά, ένα βιβλίο για ενήλικες (Ο Ερωτευμένος Πυροσβέστης) και πάνω από 20 θεατρικά έργα, μα και λιμπρέτα για όπερες.
Τα θεατρικά του έργα Το όνειρο του σκιάχτρου παίχτηκε το 1992 στο θέατρο του Βρετανικού Μουσείου της Αγγλίας στα πλαίσια του European Arts Festival. Τον ίδιο χρόνο το έργο του Χίλιες και Μία Γάτες σε μετάφραση του Z. Rudrinski βραβεύτηκε με το Α΄ Βραβείο στον παγκόσμιο διαγωνισμό θεατρικού έργου που οργάνωσε το Πολωνικό Κέντρο Τέχνης για τη Νεότητα. Το 1993 το βιβλίο του Τα Τρία Μικρά Λυκάκια έφτασε στη δεύτερη θέση των αμερικάνικων παιδικών best sellers (Picture Books). Βιβλία του Ευγένιου Τριβιζά έχουν μεταδοθεί από το BBC, έχουν περιληφθεί στα αναγνωστικά ελληνικών και αμερικανικών σχολείων και έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά γερμανικά, ισπανικά, ολλανδικά, σουηδικά, ιαπωνικά και πολλές άλλες γλώσσες.
Στην Αμερική η βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου της Μινεσότα της Μινεάπολης (Ε.Μ. Αndersen Library) αποφάσισε να συγκεντρώσει το σύνολο των λογοτεχνικών βιβλίων του Ευγένιου Τριβιζά, μελέτες για το έργο του, χειρόγραφα και άλλο υλικό σε μια ειδική ερευνητική συλλογή. Η έκθεση των πρώτων αποκτημάτων της συλλογής έγινε στο Πανεπιστήμιο της Μινεσότα το Μάιο του 2000, όπου ο Ευγένιος Τριβιζάς ο ίδιος ήταν παρών.

Διακρίσεις και βραβεία

Ο Ευγένιος Τριβιζάς έχει βραβευθεί από τους οργανισμούς:
  • Ακαδημία Αθηνών
  • Ένωση Ελλήνων Λογοτεχνών
  • Κύκλο του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου*
  • Γυναικεία Λογοτεχνική Συντροφιά
Έχει πάρει επίσης τα εξής βραβεία:
  • Ελληνικό Κρατικό Βραβείο Παιδικής Λογοτεχνίας
  • Parents Choice Amazing Accomplishment Award
  • The Sheffiedls children's Book Award Commendation
  • Hudson, Massachusetts Children's Choice Award
  • Arizona Library Association Young Readers Award
Επίσης, το 2012 προτάθηκε για το διεθνές βραβείο παιδικής λογοτεχνίας Άστριντ Λίντγκρεν του 2013.

Η δικαστική διαμάχη για τη Φρουτοπία

H εταιρεία Coca Cola προσπάθησε να χρησιμοποιήσει τον όρο Φρουτοπία, χωρίς τη συγκατάθεση του συγγραφέα. Η εταιρεία ονόμασε ένα ποτό, με γεύση φρούτων, "FRUTOPIA" και ήδη είχε αρχίσει την παραγωγή του προϊόντος, μέχρι που οδηγήθηκε στα δικαστήρια από τον Τριβιζά. Η προσφυγή στη δικαιοσύνη δικαίωσε το συγγραφέα και έτσι, η Coca Cola δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει την ονομασία Φρουτοπία και έγινε Fruitopia

ΠΙΚΡΟ ΓΛΥΚΟ ΛΕΜΟΝΙ

ΣΟΦΙΑ ΒΟΪΚΟΥ

ΠΙΚΡΟ ΓΛΥΚΟ ΛΕΜΟΝΙ














Νόμιζα ότι τα είχα αφήσει όλα πίσω μου: τους ανθρώπους που μ’ ανάθρεψαν, τον τόπο όπου γεννήθηκα, το στεφάνι που φόρεσα…
Λένε πως η ανθρώπινη μνήμη είναι επιλεκτική… Μέχρι τη στιγμή που ένα γλυκό λεμονάκι θα την ξυπνήσει και θα τα θυμηθεί όλα…

Λιδωρίκι 1913. Η Ασημούλα κι ο Κωνσταντής παντρεύονται από έρωτα. Η απρόσμενη στρατολόγηση του Κωσταντή θα τον απομακρύνει από τη γυναίκα του και το παιδί που περιμένουν.
1914. Ξεσπάει ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος. Στην Ελλάδα, το μίσος βενιζελικών και βασιλικών κι ο επερχόμενος Εθνικός Διχασμός θα φέρουν μαύρα σύννεφα όχι μόνο στον τόπο αλλά και στη ζωή των δύο νέων.
1916. Έξι χιλιάδες στρατιώτες, ανάμεσά τους κι ο Κωσταντής, μεταφέρονται μυστικά από την Καβάλα στη Γερμανία του Κάιζερ. Μέσα από τις στάχτες του πολέμου, θα γεννηθεί ένας καινούργιος έρωτας.
1944. Το Λιδωρίκι καίγεται. Ένας Γερμανός στρατιώτης θα σώσει από την πύρινη λαίλαπα δύο ψυχές που η ζωή θα φέρει στο δρόμο του μέσα από ένα παράξενο παιχνίδι της μοίρας.
Δύο εποχές, δύο πόλεις σε δύο διαφορετικές χώρες, δύο γυναίκες, μια φοβερή αποκάλυψη…

Ένα μυθιστόρημα βασισμένο σε αληθινά γεγονότα
που φέρνει στο φως μία από τις άγνωστες πτυχές
της ελληνικής ιστορίας. 

Μπείτε σε κλήρωση για ένα δωρεάν μυθιστόρημα - 100 νικητές κάθε Ιανουάριο και Ιούλιο  

Μπείτε σε κλήρωση και γίνετε ένας από τους 100 τυχερούς αναγνώστες που κάθε εξάμηνο κερδίζουν από ένα μυθιστόρημα της επιλογής τους. Πώς; Είναι απλό! Με έναν από τους παρακάτω τρόπους:
 
 
Aν διαβάσατε πρόσφατα κάποιο βιβλίο μας, στείλτε μας την κριτική σας στο www.psichogios.gr. Απλά βρείτε το βιβλίο μέσω της εύρεσης και γράψτε μας την κριτική σας στην ειδική φόρμα!
 
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΡΩΤΟΙ κάποιο απόσπασμα ανέκδοτου ακόμα βιβλίου και αφήστε μας την κριτική σας.
 
Κάντε ΔΩΡΕΑΝ ανανέωση ή εγγραφή στη Λέσχη Αναγνωστών/Fan Club από το site μας ή τηλεφωνικά στο 800-11-64 64 64, ή στείλτε μας τα στοιχεία σας με sms στο νούμερο 6955805192 ή με e-mail στο info@psichogios.gr.
 
Εγγραφείτε στο newsletter μας ή πραγματοποιήστε τις αγορές σας!
 
Πείτε μας τη γνώμη σας για το site μας ή το newsletter μας.
 
Προωθήστε το newsletter μας στις επαφές σας ή σε φίλους και γνωστούς σας που πιστεύετε ότι θα ενδιαφέρονται κοινοποιώντας το e-mail: marketingdep@psichogios.gr
 
 
Ρωτήστε τον Σύμβουλο Δώρων για βιβλιοπροτάσεις σχετικές με τα ενδιαφέροντά σας!
  
Προτείνετε κάποιο βιβλίο μας σε φίλους σας από το ειδικό «κουμπί» που υπάρχει στην ιστοσελίδα κάθε βιβλίου.
 
 
Οι κληρώσεις πραγματοποιούνται κάθε χρόνο, τον Ιανουάριο και τον Ιούλιο. Οι νικητές ενημερώνονται μέσω e-mail / ταχυδρομικά και αναρτώνται στο site μας, στην ενότητα ΚΛΗΡΩΣΕΙΣ-ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ.

Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 2014

"Μια ωμή ερωτική επιστολή"


Ήταν μονάχα μια ερωτική επιστολή σ’ έναν άντρα. Όπως και άλλα πολλά βιβλία γυναικών. Πολλές φορές, κι ο παραλήπτης ακόμα το αγνοεί. Υπάρχουν άλλοι παραλήπτες, που δεν την αφορούν, όμως, καθόλου. Όποια κι αν είναι η πορεία που το βιβλίο της ακολουθεί, πάντα μα πάντα η αρχή θα είναι άλλη. Μια τέτοια περίπτωση και ένα… διάσημο βιβλίο που ακολουθεί. Το διάσημο βιβλίο ενός άσημου έρωτα και μιας συγγραφέως που άντεξε χρόνια και χρόνια να μην αποκαλυφθεί. Αλλά για να μην αναρωτιέστε τι λέω…


«Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ Ο» της Πολίν Ρεάζ, Μετάφραση: Θεοδώρα Καβαρατζή, Εκδ. «Εξάντας», σελ. 232, 12.50 ευρώ.

Πρόκειται πράγματι για ένα βιβλίο που κουβαλά πίσω του μια απίθανη ιστορία. Όταν η Ντομινίκ Ορί ακούει τον εραστή και εργοδότη της Ζαν Πολάν να λέει ότι καμιά γυναίκα δεν είναι ικανή να γράψει ερωτικό μυθιστόρημα, αποφασίσει να του αποδείξει ότι έχει άδικο. Και με το όνομα Πολίν Ρεάζ συγγράφει την τολμηρή, σαδομαζοχιστική Ιστορία της Ο, που κυκλοφόρησε το 1954 και έμελλε να γίνει το πιο πολυδιαβασμένο σύγχρονο γαλλικό βιβλίο μετά τον «Μικρό πρίγκιπα» του Σεντ- Εξιπερί. Το περιεχόμενο του βιβλίου προκάλεσε σάλο, το 1955 εκδότης και συγγραφέας- φάντασμα κατηγορήθηκαν για ασέβεια και το βιβλίο απαγορεύτηκε. Οι κατηγορούμενοι αθωώθηκαν το 1959, αλλά μέχρι το 1967 απαγορευόταν η διαφήμιση του βιβλίου και η πώλησή τους σε ανηλίκους. Η Ντομινίκ Ορί δεν αποκάλυψε ότι η ίδια ήταν η συγγραφέας του μυθιστορήματος παρά το 1994 σε μια συνέντευξη στο New Yorker. Η Ντομινίκ Ορί (ψευδώνυμο της Αν Ντεκλό) γεννήθηκε στο Ροσφόρ –σιρ-Μερ της Γαλλίας. Σπούδασε στη Σορβόνη και εργάστηκε ως δημοσιογράφος το 1946, οπότε ξεκίνησε τη συνεργασία της με τον εκδοτικό οίκο Gallimard, υπό τον Πολ Πολάν. Φανατική αναγνώστρια της αγγλόφωνης λογοτεχνίας, μετέφρασε πολυάριθμους Βρετανούς και Αμερικανούς συγγραφείς στα γαλλικά και απολάμβανε ευρείας εκτίμησης ως κριτικός λογοτεχνίας. Η μοναδική της συγγραφική απόπειρα, υπό το όνομα Πολίν Ρεάζ, ήταν «Η ιστορία της Ο» που κυκλοφόρησε το 1954 και έγινε τεράστια εμπορική επιτυχία. Εντούτοις η αληθινή ταυτότητά της συγγραφέως δεν έγινε γνωστή παρά 40 χρόνια αργότερα!

Ο πρόλογος στο βιβλίο ανήκει στον ίδιο τον Ζαν Πολάν, ο οποίος εμμέσως πλην σαφώς αποδεχόταν ότι όλο αυτό το βιβλίο (που σχεδόν του απευθυνόταν) ήταν μια «περίεργη ερωτική επιστολή», αποτελώντας (μέσα στην πλήρη υποταγή) μια αφάνταστα τολμηρή ειδικά για την εποχή «εξέγερση» που χαρακτήριζε παρά το τολμηρό του θέματος μια «ανελέητη ευπρέπεια»: «Δεν αμφιβάλω ότι είστε γυναίκα. Όχι τόσο γιατί σας αρέσουν οι λεπτομέρειες στα πράσινα μεταξωτά φορέματα, στους κορσέδες και στις ανασηκωμένες φούστες γυρισμένες πολλές φορές προς τα πάνω: σαν μπούκλα τυλιγμένη σε ρόλει. Αλλά επειδή η Ο, την ημέρα που ο Ρενέ την οδηγεί σε νέα μαρτύρια, έχει αρκετή διαύγεια πνεύματος ώστε να προσέξει ότι οι παντόφλες του εραστή της είναι φθαρμένες, ότι θα έπρεπε να αγοράσουν καινούργιες. Μου φαίνεται σχεδόν αδιανόητο. Ενας άντρας δεν θα το είχε προσέξει ποτέ, ή εν πάση περιπτώσει δεν θα είχε τολμήσει ποτέ να το πει.

Και όμως η Ο εκφράζει, με τον τρόπο της, ένα ανδρικό ιδεώδες. Ανδρικό, ή έστω ανδροπρεπές. Επιτέλους μια γυναίκα που ομολογεί! Ποιος ομολογεί τι; Αυτό που οι γυναίκες ανέκαθεν αρνούνταν (αλλά ποτέ περισσότερο απ’ ό,τι σήμερα). Αυτό για το οποίο οι άνδρες ανέκαθεν τις κατηγορούσαν: ότι δεν παύουν να υπακούν στο αίμα τους’ ότι τα πάντα σ’ αυτές είναι ερωτισμός, ακόμα και το μυαλό τους».

Για την «Ιστορία της Ο» έγραψε ο τύπος:

«Αναμφίβολα, «Η Ιστορία της Ο» αποτελεί την πιο ωμή ερωτική επιστολή που έλαβε ποτέ ένας άνδρας» (Jean Paulhan).

«Το παράδοξο της Ο είναι εκείνο της οραματίστριας η οποία πέθανε να μην πεθάνει, είναι το μαρτύριο στο οποίο ο βασανιστής είναι συνένοχος με το θύμα. Αυτό το βιβλίο είναι η υπέρβαση του ίδιου του λόγου του, στο βαθμό που, από μόνο του, σπαράσσεται και αποσυνθέτει τη μαγεία του ερωτισμού στην υπέρτατη μαγεία του ακατόρθωτου> Georges Bataille, Nouvelle Revue Franqaise.

«Η γραφή της Πολίν Ρεάζ χαρακτηρίζεται από απίστευτη κοσμιότητα σε σχέση με τα θέματα που πραγματεύεται. Αν δεν είναι το μεγαλύτερο θαύμα του βιβλίου, σίγουρα δεν είναι αμελητέο πως αυτή εδώ η γραφή, ευπρεπής σαν τη γλώσσα της Πριγκίπισσας της Κλέβης, θερμή δεν θα πω σαν τι, χαρακτηρίζεται από απλή πυκνότητα που ενισχύει, ή προκαλεί, το συναίσθημα> (Andre Pierre de Mantiargue, Critigue).

Ετσι σήμερα (σχεδόν σήμερα), τριάντα ένα χρόνια μετά (μόλις το 1994 το αποκάλυψε η συγγραφέας) μάθαμε ότι «Η ιστορία της Ο» που γυρίστηκε το 1975 και αποτελεί έναν από τους ακρογωνιαίους λίθους της παγκόσμιας λογοτεχνίας γράφτηκε από μια σπουδαία κριτικό που είχε σπουδάσει στη Σορβόνη. Αποφάσιζε, σχεδόν για τις εκδοτικές κινήσεις στο Gallimard και συμμετείχε στην κριτική επιτροπή πολλών σημαντικών λογοτεχνικών βραβείων.

Αλλ’ είναι αυτό που είχε πει και η Βιρτζίνια Γουλφ «αν η γυναίκα είχε ένα δικό της δωμάτιο ίσως να είχε γεννηθεί και η αδελφή του Σαίξπηρ» («Ένα δικό σου δωμάτιο», Εκδ. «Οδυσσέας»).



ΓΕΥΣΗ ΠΡΟΛΟΓΟΥ

Η Ντομινίκ Ορί (ψευδώνυμο και αυτό της Αν Ντεκλό) έγραψε για τον Πολ Πολάν την «Ιστορία της Ο» ως Πολίν Ρεάζ και ο Ζαν Πολάν έγραψε για την Πολίν Ρεάζ σαν ανοιχτή επιστολή έναν πρόλογο. Επειδή «λίγοι άντρες δεν ονειρεύτηκαν να έχουν μια Ζυστίν» (η ηρωίδα του βιβλίου). Διότι η συγγραφέας ναι μεν είναι γυναίκα, «αλλά με χαρακτήρα ιππότη, σταυροφόρου. Σαν να φέρετε μέσα σας και τις δυο φύσεις ή η παρουσία του παραλήπτη της επιστολής να σας είναι τόσο έντονη ώστε να δανείζεστε τις προτιμήσεις του και τη φωνή του. Αλλά ποια γυναίκα; Ποια είστε;» Και ταυτοχρόνως απαντά: «Μια γυναίκα είναι ικανή για χίλια δυο πράγματα που εμένα μου διαφεύγουν. Συνήθως ξέρει να ράβει. Ξέρει να μαγειρεύει. Ξέρει πώς να διακοσμήσει ένα διαμέρισμα, ποια στυλ ταιριάζουν μεταξύ τους (δεν λέω ότι τα κάνει όλα τέλεια, μα ούτε κι εγώ ήμουν άψογος Ερυθρόδερμος) Ξέρει πολύ περισσότερα. Τα πάει μια χαρά με σκύλους και με γάτες’ μιλά με αυτούς τους μισότρελους, τα παιδιά, που τα δεχόμαστε ανάμεσά μας: τους μαθαίνει κοσμολογία και καλούς τρόπους, υγιεινή και παραμύθια, ίσως ακόμα και πιάνο. Με δυο λόγια, ονειρευόμαστε συνέχεια, από τα παιδικά μας χρόνια, έναν άντρα που να είναι ταυτόχρονα όλοι οι άντρες. Φαίνεται όμως ότι κάθε γυναίκα έχει το χάρισμα να είναι όλες οι γυναίκες (και όλοι οι άντρες ταυτόχρονα».
ΑΚΟΜΗ ΕΝΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ "ΤΟ ΚΕΛΑΡΙ ΤΗΣ ΝΤΡΟΠΗΣ" [έκδοση Μαιος 2014]


Και σαν η Δήμητρα τέλειωσε δημοτικό και έφερε το απολυτήριο της με άριστα έτρεξε ασταμάτητα από το σχολείο μέχρι το σπίτι της γελώντας για να το δείξει υπερήφανα στον πατέρα της.
«Πατέρα! Πατέρα! » του είπε λαχανιασμένη σαν έφτασε. «Πήρα το απολυτήριο μου με δέκα και έπαινο» του είπε με ιδιαίτερη υπερηφάνεια
Ο Δημητρός που άρμεγε μαζί με την Βαγγελιώ στο μαντρί, γύρισε και την κοίταξε αδιάφορα. «Έλα να κρατήσεις την προβατίνα γιατί σήμερα δεν κατεβάζει γάλα και κουνιέται συνέχεια»
«Πήρα άριστα πατέρα επανέλαβε τα κορίτσι πιστεύοντας πως δεν την έχει ακούσει. Κι αύριο που έχουμε την αποχαιρετιστήρια γιορτή στο σχολείο, ο δάσκαλος με έβαλε να πω το μεγαλύτερο ποίημα».
«Άντε επιτέλους τέλειωσε κι αυτό το σχολειό και δεν θα φεύγεις τα πρωινά με τόσες δουλειές που έχουμε εδω. Ελα να με βοηθήσεις» είπε νευριασμένα.
Η Δήμητρα δεν είπε τίποτε και αφήνοντας το πολύτιμο ενδεικτικό της πάνω στα άχυρα, πήγε να βοηθήσει. Θα μιλούσαν γι αυτό την ώρα του φαγητού.

«Γυμνάσιο; Τι το θες εσύ το Γυμνάσιο;» της είπε την ώρα που έτρωγαν όλοι μαζί.
«Μα πατέρα είμαι καλή μαθήτρια , παντού έχω δέκα, ακόμη και στην αριθμητική.»
«Ε και; Είσαι καλή στα μαθήματα, αλλά είσαι καλή και στην μαγειρική και καιρός να αναλάβεις το φαγητό. Η μάνα σου δεν τα προλαβαίνει όλα.»
«Δηλαδή δεν θα πάω στο γυμνάσιο;» Του είπε φανερά έκπληκτη. «Όλες οι συμμαθήτριές μου θα πάνε, ακόμη και η Φωτεινή του Μπάσκα που είναι κούτσουρο».
«Αυτό να το ξεχάσεις. Έχουμε πολλές φουρτούνες και χρειαζόμαστε βοήθεια. Και Δημοτικό που σας στέλνω, πολύ είναι και αυτό το κάνω γιατί είναι υποχρεωτικό. Όμως γυμνάσιο δεν χρειάζεται. Ότι έμαθες, έμαθες. Καιρός να αναλάβεις το σπιτικό και τις αδελφάδες σου» .
«Εγώ θέλω να πάω στο γυμνάσιο, θέλω να γίνω δασκάλα!» τόλμησε να υψώσει την φωνή,
«Άκουσες τι σου είπα εγώ;»
«Θέλω να πάω στο Γυμνάσιο» πατέρα, αποκρίθηκε εκείνη και σηκώθηκε από την καρέκλα της χτυπώντας με πείσμα το πόδι κάτω στο δάπεδο.
Ο Δημητρός κοίταξε το ψηλό και λεπτό σαν μίσχο κορίτσι του με την χοντρή μέχρι την μέση της κοτσίδα και παρατώντας το πιρούνι του σηκώθηκε από την καρέκλα του και την πλησίασε.
«Τι είπες μωρή γλωσσού;»
«Θέλω να γίνω δασκάλα» ξανάπε το κορίτσι με πείσμα.
Τότε σήκωσε το βαρύ του χέρι και της έδωσε ένα δυνατό χαστούκι στο πρόσωπο Το κορίτσι χάνοντας την ισορροπία του έπεσε στο δάπεδο κι εκείνος έφτυσε επάνω της. «Φτου σου για να μάθεις ν αντιμιλάς. Χάσου τώρα από τα μάτια μου μη σ αρχίσω στις κλωτσιές που θα μου πεις εσύ ότι θέλεις να γίνεις δασκάλα.» Η μικρή έβγαλε ένα μακρόσυρτο λυγμό και μετά αρπάζοντας το ενδεικτικό της ανέβηκε τρέχοντας στο δωμάτιό της. Η οκτάχρονη Αναστασία και η εξάχρονη Ερατώ κοίταξαν τρομαγμένες τον πατέρα τους. «Κι εσείς γρήγορα στα δωμάτια σας και μη κατεβείτε αν δεν σας φωνάξω!» Οι μικρές έτρεξαν αμέσως ξοπίσω από την αδελφή τους. «Ακούς εκεί μια σταλιά σκατό να χτυπά το πόδι κάτω. Αυτά τους μαθαίνεις όταν λείπω από το σπίτι;» είπε και κοίταξε την γυναίκα του που είχε μαρμαρώσει κι αυτή.
«Τι να τους μάθω εγώ Δημητρό μου; Μόνη της τα λέει».
«Θα την κουρέψω σαν το γίδι και τότε να δεις αν θα ξαναμιλήσει για γυμνάσιο και τέτοιες χαζομάρες».
«Είναι όμως καλή μαθήτρια και διαβάζει. Γιατί να μην πάει στο Γυμνάσιο; Ας την στείλουμε δοκιμαστικά. Ίσως να μην της αρέσει.»
«Τι λες μωρή γυναίκα; Λώλεψες κι εσύ μαζί με την θυγατέρα σου; Να τα κάνει τι τα γράμματα;»
«Μα δεν είναι κακό νάχεις δασκάλα θυγατέρα Δημητρό. Θα καμαρώνει και το χωριό.»
«Ναι αλλά για να γίνει δασκάλα θα πρέπει να ξεπορτίζει από το σπίτι. Και ποιος θα φροντίζει τα ζωντανά; Εγώ σε λίγο δεν θα μπορώ να τα πηγαίνω κάθε μέρα για βοσκή. Δηλαδή θα την ταΐζω και θα την ποτίζω κι εκείνη αντί να προσφέρει, θα πηγαινοέρχεται σχολείο και θαχει και πάρε δώσε με αγόρια;»
«Κορίτσι είναι Δημητρό μου, αυτά θα συμβούν αργά ή γρήγορα.»
Εκείνος σηκώθηκε από το τραπέζι όρθιος
«Άκου να σου πω Βαγγελιώ και βάλτο καλά στο κεφάλι σου. Τους άνδρες που θα πάρουν οι θυγατέρες μου, θα τους διαλέξω εγώ και όχι αυτές. Και για συμμάζεψε τες γιατί δεν θάχουμε καλά ξεμπερδέματα εδώ μέσα.» Είπε και έφυγε από το σπίτι βροντώντας την πόρτα πίσω του.


Η Βαγγελιώ στέναξε και κούνησε το κεφάλι της. Σαν ο άνδρα της έλεγε μια κουβέντα, δεύτερη δεν υπήρχε. Τι νάκανε κι αυτή η δόλια; Να του πάει κόντρα και να έχουν φασαρίες μέσα στο σπίτι; Ύστερα δεν είχε μάθει να σηκώνει το κεφάλι. Δεκατρία χρόνια τώρα παντρεμένοι, δεν του είχε φέρει ποτέ αντίρρηση. Και γιατί να του φέρει; Αν δεν ήταν αυτός θάταν ακόμη υπηρέτρια στην θειά Τασσώ ή υπηρέτρια σαν τις αδελφές της. Από τότε που πήραν τις μικρότερες και τις πήγαν σε ορφανοτροφείο δεν τα είχε ξαναδεί. Εκείνη την είχε κρατήσει η θειά της για να κάνει τις βαριές δουλειές και να φυλάει τα δικά της παιδιά δυό ανήμερα δίδυμα, παρά γιατί την είχε πονέσει. Υπηρέτρια ήταν και πάλι. Κάπου κάπου λάμβανε νέα από τον πρόεδρο του χωριού της κι έτσι έμαθε πως τα δύο αδελφές της μετά το ορφανοτροφείο πήγαν των οματιών τους και έφυγαν για την Αθήνα. Από τότε τις έχασαν οριστικά και κανείς δεν είχε νέα τους. Ζούσαν δεν ζούσαν , είχαν φαμίλιες, δεν είχε ιδέα. Σχεδόν είχε ξεχάσει πώς έχει αδέλφια. Είχαν περάσει σχεδόν είκοσι χρόνια από τότε. Άραγε εκείνες θυμόταν πως είχαν μια μεγαλύτερη αδελφή που τις φρόντιζε μικρές; Ήθελε να μάθει, τουλάχιστον αν είναι καλά, αλλά πως; Γράμματα δεν κατείχε να στείλει κάποιο γράμμα και ο παλιός πρόεδρος του χωριού που γνώριζε πέντε πράγματα, είχε πια πεθάνει. Δεν ήξερε ποιον να ρωτήσει και αν το έλεγε στον Δημητρό θάχαν φασαρίες. Μια φορά τόλμησε παλιότερα να πει ότι ήθελε να μάθει νέα τους κι εκείνος την κοίταξε τόσο παράξενα που τρόμαξε.
«Τι τις θες τις αδελφές σου; Πάει αυτές έφυγαν όπως και οι δικές μου κι εσύ είσαι εδώ.»
«Να μάθω Δημητρό μου, αν είναι καλά»
«Καλά είναι και ούτε που θέλουν να ξέρουν για σένα»
«Και πως το κατέχεις εσύ αυτό;»
«Όλα τα κατέχω εγώ. Τι θες τώρα να σε πάω και στην Αθήνα να τις δεις; Πιστεύεις ότι έγιναν τάχα υπηρέτριες όπως σου είπαν από το χωριό σου; Παστρικές έγιναν»
«Παστρικές; Και τι είναι αυτό;»
«Πουτάνες» της είπε και την αποστόμωσε. Κάτι είχε ακούσει γι αυτές τις γυναίκες. «Μωρή πιστεύεις ότι οι γυναίκες που πάνε στην Αθήνα είναι τίμιες; Παστρικές είναι όλες τους για αυτό και δεν θέλω να ξαναπατήσω το πόδι μου εκεί. Μια φορά πήγα και σιχάθηκα. Όλες τους με μπογιές στο πρόσωπο σαν καραγκιόζηδες. Α, να χαθούν οι βρώμες».
«Πήγες στην Αθήνα άντρα μου»; Τον ρώτησε με θαυμασμό
«Πήγα σαν ήμουν νιος που να μην έσωνα, να δω τι είναι η πρωτεύουσα κι αν μπορώ να κάνω δουλειές με τα ζώα εκεί».
«Και πως είναι η πρωτεύουσα;» ρώτησε με ολοφάνερη περιέργεια.
«Τι νάναι γυναίκα; Μια ξετσιπωσιά. Επιτρέπεται να φοράν οι γυναίκες παρδαλά στενά φουστάνια με ξόφτερνα παπούτσια και να φαίνεται η γάμπα τους; Και απ τα φορέματα να φαίνονται τα βυζιά τους; Με πήγαν και σ ένα καμπαρέ εκεί κάτω στο λιμάνι του Πειραιά στην Τρούμπα, και εκεί τις είδα και ξεβράκωτες. Ένα βρακί φόραγαν με φτερά και πούπουλα. Δεν πίστευα αυτά που έβλεπα. Ήρθε μια και τρίφτηκε επάνω μου και μετά μου ζήταγε πιοτί και παρά».
«Κι εσύ τι έκανες;» Τον ρώτησε πραγματικά σοκαρισμένη
«Της έδωσα ένα φούσκο κι έγινε μεγάλη φασαρία. Αντί να μου πούν μπράβο, μου ζήτησαν και τα ρέστα. Έφυγα κι ορκίστηκα να μην ξαναπατήσω το πόδι μου ποτέ εκεί. Όλες είναι παστρικιές! Κι ύστερα θες να στείλω και την κόρη μου στην Αθήνα τάχα για να γίνει δασκάλα και να γυρίζει κι αυτή μ ένα βρακι με φτερά; Πουτάνα την θες την κόρη σου;»

Η Βαγγελιώ σιώπησε. Μπορεί η ίδια να μην είχε πάει στην Αθήνα, όμως για το λέει ο άνδρα της έτσι θάταν. Κι αν η θυγατέρα της γινόταν μια από αυτές; Ίσως νάχε δίκαιο ο Δημητρός.
Άρχισε να μαζεύει τα σχεδόν γεμάτα πιάτα των κοριτσιών που δεν είχαν προλάβει ν αποτελειώσουν το φαγητό τους μ αυτή την φασαρία. Μετά άναψε το κάρβουνα στο μαγκάλι για να ζεστάνει το σίδερο για σιδέρωμα και μέχρι να ροδίσουν τα κάρβουνα ανέβηκε στον επάνω όροφο και μπήκε στο δωμάτιο τους. Οι θυγατέρες της κοιμόταν όλες μαζί σ ένα δωμάτιο εκείνο με την ξυλόσομπα που τους είχε αγοράσει ο πατέρας τους για να μην κρυώνουν. Ήταν το μεγαλύτερο και έβλεπε μπροστά στην αυλή αντίθετα με το άλλο που έβλεπε πίσω στο μαντρί. Στο μονό ντιβάνι στην μια γωνιά κοιμόταν η μεγάλη και στο διπλό οι δύο οι μικρότερες. Η Δήμητρα έκλαιγε μπρούμυτα επάνω στο ντιβάνι αναλογιζόμενη ότι θα έχανε τη ευκαιρία να βρίσκεται κοντά στον Τριάντη, ενώ η Αναστασία και η Ερατώ δίπλα της προσπαθούσαν να την παρηγορήσουν
«Δήμητρα!» της είπε αυστηρά. Το κορίτσι σήκωσε τα δακρυσμένα μάτια της και την κοίταξε. Το αριστερό της μάγουλο ήταν πρησμένο και το μάτι της είχε μελανιάσει. «Να ιδώ πως θα πας στο σχολείο αύριο που είναι η αποχαιρετιστήρια γιορτή και έχεις και ποίημα να πεις με τέτοια μούτρα. Τι θα πεις στον δάσκαλο σου; Είδες τι παθαίνεις για να αντιμιλάς στον πατέρα σου;»
«Γιατί καλέ μάνα να μην πάω στο Γυμνάσιο; Γιατί να μην γίνω δασκάλα; Η Σταυρούλα και η Τρυφωνιά που είναι μαθήτριες του επτά και του έξι και το κούτσουρο η Φωτούλα θα πάνε και εγώ θα μείνω στο χωριό να βόσκω τα ζωντανά;»
«Να λες και δόξα τω Θεώ που δεν θα πας να γίνεις παστρικιά»
«Παστρικιά; Τι πα να πει αυτό καλέ μάννα;»
«Μια γυναίκα του δρόμου. Αυτό πα να πει. Μη ρωτάς περισσότερα. Ο πατέρας σου ξέρει καλύτερα».
Το κορίτσι δεν κατάλαβε. Δηλαδή οι δασκάλες είναι παστρικές; «Και τι είναι του δρόμου;» Ρώτησε σκουπίζοντας τα δάκρυά της.
«Δεν ξέρω, όμως οι σπουδές δεν είναι για καλό. Να καθίσεις στ αυγά σου και να μην αντιμιλάς. Σήκω τώρα να ρίξεις κρύο νερό στο πρόσωπό σου γιατί θα χειροτερέψει. Κι αύριο να πεις ότι χτύπησες ενώ καθάριζες το μαντρί.»

Η Δήμητρα υπάκουσε όμως αυτό το παστρικιά της κόλλησε στο μυαλό. Οι αδελφές της που δεν κατάλαβαν πολλά, δεν ρώτησαν. Την άλλη μέρα Σάββατο ήταν η μεγάλη γιορτή του αποχαιρετισμού, ειδικά για τους τελειόφοιτους και δεν μπορούσε να απουσιάσει γιατί είχε και ποίημα να πει. Έπλυνε καλά το προσωπάκι της με άφθονο νερό και μετά η μάνα της έκοψε μια πατάτα και την έβαλε από πάνω. Την επομένη πήγε στο σχολείο με τις αδελφάδες της χωρίς την συνοδεία των γονιών της που είχαν δουλειές. Ο Τριάντης που την είδε από μακριά να έρχεται την πλησίασε όλος χαρά που κόπηκε μόλις είδε το μελανό της μάτι.
«Τι έπαθες εδώ Δημητρούλα ;» την ρώτησε γεμάτος ενδιαφέρον
«Με χτύπησε ο τράγος στο μαντρί, δεν είναι τίποτε θα περάσει.»
«Πονάς;»
«Όχι δεν πονάω καθόλου». Εκείνος την κοίταξε με δυσπιστία σουφρώνοντας τα δύο του φρύδια. «Μη νοιάζεσαι Τριάντη αλήθεια σου λέω δεν πονώ. Έλα τώρα μη στεναχωριέσαι.» Δεν τολμούσε να του πει ότι τελικά δεν θα πήγαινε στο γυμνάσιο. Πώς να του δώσει τέτοια μεγάλη απογοήτευση; Εκείνος περίμενε πως και πώς να τελειώσει εκείνη το δημοτικό για να ξαναβρίσκονται μαζί κάθε μέρα στο λεωφορείο μέχρι την πόλη. Θα είχαν στην διάθεσή τους πάνω από μία ώρα πήγαινε έλα κάθε μέρα να τα λένε. Δεν θα υπήρχε μεγαλύτερο κίνητρο για να ξεκινά και να τελειώνει όμορφα η μέρα τους.
Τα δύο παιδιά προχώρησαν μέσα στην τάξη και έσμιξαν με τους άλλους συμμαθητές τους. Σήμερα ήταν μια γιορτινή μέρα και ήθελαν να την χαρούν με την καρδιά τους. Φυσικά το μελάνιασμα δεν πέρασε απαρατήρητο, ούτε φυσικά και από την παλιά της δασκάλα η δεσποινίς Ελένη την κοίταξε περίεργα
«Για να δώ το μάτι σου Δημητρούλα. Πω πω..μα αυτό έχει μελανιάσει ολόκληρο. Που χτύπησες παιδί μου;»
«Με χτύπησε στο μαντρί ο τράγος μας» της αποκρίθηκε αμήχανη. Δεν της άρεσε να λέει ψέματα κυρίως στους δασκάλους της που τους σεβόταν πολύ. Εκείνη σαν να μην πείστηκε εξέτασε το μάτι
«Περίεργο χτύπημα Δήμητρα. Μήπως να σε πάμε στην πόλη να σε δει γιατρός; Μπορείς να πεις το ποίημα σου;»
«Μπορώ δεσποινίς δασκάλα, δεν πονάω» είπε ψέματα.

Και το είπε μια χαρά αν και το προσωπάκι της έδειχνε μαραμένο και δεν έλαμπε όπως χθες όταν της έδωσαν το ενδεικτικό της. Σα τελείωσε η γιορτή και έφυγαν τα παιδιά η Δήμητρα έμεινε καθισμένη στο θρανίο της σα να μην ήθελε να το αποχωριστεί. Η δασκάλα που μπήκε στην αίθουσα για να ξεκρεμάσει τα στολίδια, την κοίταξε με συμπάθεια. Την είχε ξεχωρίσει από την πρώτη τάξη και μετά την ανέλαβε ο συνάδελφος της ο Παλαιολόγου όμως δεν έχασαν την επαφή τους. Ήταν ένα ευγενικό παιδί αν και λίγο περίεργο στην συμπεριφορά του. Πρώτη αυτή είχε διακρίνει την μεγάλη της συμπάθεια για τον Τριάντη και της άρεσε που νοιαζόταν τόσο πολύ ο ένας το άλλο. Αν η Δήμητρα είχε γίνει άριστη μαθήτρια, το όφειλε εν μέρει και σε εκείνον που ήταν ο καλύτερος μαθητής όλου του σχολείου.
«Τι είναι Δημητρούλα; Δεν θέλεις να αφήσεις το σχολείο σου; Δεν θα είναι για πολύ. Σε τρεις μήνες θα είσαι μαθήτρια του Γυμνασίου και θα βαρεθείς να κάθεσαι σε θρανία»
«Δεσποινίς »…είπε το κορίτσι διατακτικά
«Ναι Δημητρούλα»
«Δεν θα πάω στο Γυμνάσιο»
«Γιατί; Εσύ είσαι η πρώτη μαθήτρια στην τάξη σου και θέλεις να γίνεις δασκάλα».
«Δεν μ αφήνει ο πατέρας μου».
«Μα για πιο λόγο; Δεν υπάρχουν χρήματα να σε στέλνει με το λεωφορείο;»
«Δεν είναι αυτό..»
«Τότε;»
«Λέει.. να λέει πως οι δασκάλες είναι παστρικιές. Τι πα να πει παστρικιά κυρά δασκάλα;»
Η δασκάλα της την κοίταξε κατάπληκτη
«Τι είπες Δημητρούλα;» Ρώτησε σαν να μην άκουσε καλά. «Παστρικιές; Είπες παστρικιές; Είσαι σίγουρη πως άκουσες καλά;»
«Ναι κυρία, έτσι είπε στην μάννα μου κι εκείνη μου το είπε . Είναι κακό να είσαι παστρικιά;»
Η δασκάλα δεν ρώτησε περισσότερα. Πήγαινε στο σπίτι σου και να ξεχάσεις αυτή την λέξη. Να μη την ξαναπείς ποτέ. Έλα να σ αγκαλιάσω.
Αποχαιρετίστηκαν και αμέσως μετά η δασκάλα μίλησε με τον Παλαιολόγου και μετά μήνυσε τον πρόεδρο του χωριού Θανάση Καραμιχαλέα και τον παπά Γιώργη γι αυτά που άκουσε από το στόμα ενός παιδιού. Την επομένη τον κάλεσαν στο σχολείο.
«Ντροπής πράγματα Δημητρό είναι αυτά είπε αυστηρά ο παπά Γιώργης. Εσύ ένας άνθρωπος του Θεού να μιλάς έτσι για την δασκάλα μας που μαθαίνει γράμματα στα παιδιά σου και δεν μας έχει δώσει το παραμικρό δικαίωμα;
«Ντροπή Δημητρό» είπε και πρόεδρος. «Πως τόλμησες να το πεις αυτό για τις δασκάλες που μοχθούν εδώ στα χωριά μας για να μάθουν στα παιδιά μας πέντε γράμματα;»
«Γιατί το είπατε αυτό κύριε Τσιρίγκο;» Ρώτησε και η δεσποινίς Ελένη φανερά ενοχλημένη. «Μάθατε κάτι άσχημο για μένα; Αν ναι, παρακαλώ να το πείτε τώρα μπροστά σε όλους.»
Ο Παλαιολόγου τον κοίταξε πολύ αυστηρά. Ο Δημητρός τα έχασε για τα καλά. Πήγε στο σχολείο γιατί τον κάλεσε ο πρόεδρος χωρίς να φαντάζεται καν τον λόγο και τώρα ένοιωθε πως βρισκόταν σε δικαστήριο. Πρώτη φορά στην ζωή του ένοιωσε πως βρισκόταν σε μειονεκτική θέση, σχεδόν ένοιωθε μαθητούδι.
«Ποτέ μου δεν είπα κάτι τέτοιο». Είπε απολογητικά
«Και που έμαθε αυτή την λέξη η Δήμητρα;» Του είπε αυστηρά η δασκάλα
«Δεν ξέρω που άκουσε την λέξη κυρά δασκάλα, αλλά δεν είναι από το στόμα μου»
«Και γιατί δεν την αφήνετε να πάει στο Γυμνάσιο; Για ποιο λόγο;»
«Ούτε αυτό το είπα, ούτε πως δεν θέλω να πάει γυμνάσιο. Εκείνη λέει πως δεν θέλει να πάει»
«Και γιατί είναι μελανό το μάτι της; Θέλετε να πιστέψω πως την χτύπησε στο μαντρί ο τράγος; Αν ήταν έτσι θα της είχε βγάλει το μάτι.»
«Ε να, της έδωσε η μάνα της ένα φούσκο γιατί αντιμίλησε και ντρέπεται να το πει. Αντιμιλάει και λέει πολλά ψέματα τελευταία η θυγατέρα μου»
«Η Δημητρούλα; Μα αυτή είναι η πιο υπάκουη μαθήτριά που πέρασε ποτέ από τα χέρια μου.»
«Έτσι φαίνεται, αλλά δεν είναι. Βγάζει γλώσσα και λέει πολλά ψέματα. Σας ορκίζομαι, να μάρτυς μου ο Θεός αν λέω ψέματα.
Ο παπάς τον κοίταξε αυστηρά. «Αν λες αλήθεια, τότε να ρωτήσεις γιατί το κάνει αυτό. Θες να της μιλήσω εγώ;»
«Όχι παπά μου, δεν χρειάζεται. Παιδί είναι παρασύρεται από τις συμμαθήτριες της και γι αυτό φέρεται έτσι. Κάποια θα είπε αυτή την λέξη, την άκουσε και την επανέλαβε χωρίς να ξέρει τι σημαίνει.»
«Και με το γυμνάσιο τι θα γίνει; Μια τέτοια αριστούχα μαθήτρια πρέπει να συνεχίσει το σχολείο.»
«Ε, αν το θέλει να το συνεχίσει είπε προσπαθώντας να χαμογελάσει. Αλλοίμονο, μακάρι να γίνει και η κόρη μου δασκάλα. Αν θέλει να παει..»

Τα μπάλωσε και τους έπεισε. Μόλις όμως βγήκε από το σχολείο το χαμόγελο πάγωσε και η φουρτούνα σκιάσε το πρόσωπο του. Έσφιξε τις γροθιές του και πήδηξε στην άμαξα μαστιγώνοντας αλύπητα την Κατίγκω που αφηνιασμένη άρχισε να τρέχει σαν τρελή χλιμιντρίζοντας από τον πόνο. Η όμορφη λευκή ράχη της κοκκίνισε από τα αίματα μέχρι να φτάσουν σπίτι του. Με τον που τον είδε η Βαγγελιώ κατάλαβε πως η μπόρα θα ήταν άγρια. Τι τον ήθελαν στο σχολείο;
«Που είναι η Δήμητρα;» Φώναξε δυνατά
«Στο μαντρί καθαρίζει τις κοπριές. Τι έγινε Δημητρό; Γιατί σε ήθελε ο Πρόεδρος;»
Δεν της απάντησε και όρμησε σαν σίφουνας στο μαντρί. Η Δήμητρα που φτυάριζε την κοπριά και την έβαζε σε ένα σιδερένιο καρότσι με ρόδες, σα τον είδε τρόμαξε. Είχε μάθει πως είχε φύγει για το χωριό, στον πρόεδρο κι από εκείνη την στιγμή η καρδιά της πέτρωσε. Ένα μαύρο πουλί που μπήκε στο μαντρί και φώλιασε σε μια προεξοχή ης στέγης, την έκανε να νοιώσει πως δεν ήταν για καλό.
«Βρωμιάρα της είπε σαν την είδε. Τι πήγες μωρή και είπες στη δασκάλα; Παστρικιά την είπες; Τώρα θα σου μάθω εγώ να ανοίγεις το στόμα σου»
Την άρπαξε από την χονδρή κοτσίδα της και αφού την έριξε στο σκατωμένο δάπεδο άρχισε να της τρίβει την μούρη εκεί πάνω Οι οσμές χώθηκαν στα ρουθούνια και στο στόμα της. Τα σπαρακτικά ουρλιαχτά της ξεσήκωσαν όλους τρομάζοντας και τα ζώα που στριμώχτηκαν σε μια γωνιά όλα μαζί. Η μάνα της έτρεξε στο μαντρί και έπεσε επάνω στο άνδρα της νομίζοντας ότι την σφάζει.
«Μη Δημητρό, μη! Τι έκανε το κορίτσι;» είπε προσπαθώντας να τον τραβήξει από πάνω της. Όμως εκείνος βράχος σιδερένιος ούτε άκουγε, ούτε κουνιόταν. Η Αναστασία και η Ερατώ που κατέφθασαν κι αυτές άρχισαν να ουρλιάζουν μαζί με την αδελφή τους κλαίγοντας αδύναμες να βοηθήσουν. Μάνα και κόρες είχαν γίνει μια ανθρώπινη μπάλα για να προστατευτούν από το μένος του. Την άφησε από τα χέρια του αφού πρώτα τις είχε ξεριζώσει τούφες από τα μαλλιά και μετά αφού τις έδωσε δύο δυνατές κλωτσιές που την άφησαν μισολιπόθυμη πήρε το καμιτσίκι κι άρχισε να μαστιγώνει μια την κόρη του και μια την Βαγγελιώ γιατί αυτή ξελόγιαζε τα κορίτσια και τους έβαζε λόγια ενώ η Αναστασία μαζί με την Ερατώ ούρλιαζαν δυνατά. Σταμάτησε μόνο σαν είδε αίματα.
«Ακούστε με καλά’ ακούστηκε η βροντερή φωνή του, ενώ όλες έτρεμαν από τον φόβο τους. «Σας το λέω για τελευταία φορά. Αυτά θα πάθει όποια τολμήσει και με κατηγορήσει ξανά. Γυμνάσιο και σπουδές να τα ξεχάσετε. Να ξεχάσετε και φίλες και όλα τα σούρτα φέρτα. Στο χωριό θα εμφανίζεστε κάθε Κυριακή μόνο στην εκκλησία και δεν θα μιλάτε σε κανένα χωρίς να είμαι εγώ μπροστά. Διαφορετικά θα σας κουρέψω όλες γουλί σαν τραγιά και θα σας κλείσω στο υπόγειο με αλυσίδες να ψοφήσετε της πείνας. Όλες σας. Κι εσυ γυναίκα έτσι και δεν τις συμμαζέψεις, να τα μαζέψεις και να πας από εκεί πούρθες. Αχαΐρευτες! Σας έμπασα στο σπίτι μου, σας έκανα αρχόντισσες κι εσείς με κάνετε ρεζίλι; Αυτό είναι το ευχαριστώ;» Και πετώντας το καμιτσίκι έφυγε και χάθηκε σα σίφουνας.




ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ
Το κελάρι της ντροπής

Στην δεκαετία του 1960 σ ένα χωριό της Μεσσηνίας, τρεις αδελφές, η Δήμητρα, η Αναστασία και η Ερατώ μεγαλώνουν κάτω από την σκέπη ενός πατέρα αφέντη και μιας μάνας που δεν έχει λόγο. Η μόνη έξοδος τους από το σπίτι είναι κάθε Κυριακή για την εκκλησία και το πανηγύρι του χωριού μία φορά τον χρόνο. Τα χρόνια σκληρά, αλλά οι πράξεις σκληρότερες. Και μια μέρα ο πατέρας τους τις εγκαταλείπει αδιαφορώντας για το τι αφήνει πίσω του. Όμως μαζί με την κοινωνική απόγνωση έρχεται και η λύτρωση από τους αυστηρούς κανόνες που έχει επιβάλει. Οι πολυαγαπημένες αδελφές ξενιτεύονται σε τρεις διαφορετικές ηπείρους και με τον καιρό οι οικογενειακοί δεσμοί μεταξύ τους κόβονται, αγκαλιάζοντας η κάθε μια με αγάπη την νέα πατρίδα της. Πολλά χρόνια αργότερα ένα τηλεφώνημα από την πατρίδα θα ταράξει τις μέχρι τότε ήρεμες ζωές τους. Η επιστροφή στο χωριό τους γίνεται επιτακτική και ο επικείμενος θάνατος της μάνας που εγκατέλειψαν χωρίς να ενδιαφερθούν γι αυτήν, θα τις φέρει μπροστά σε μυστικά και αλήθειες που απέκρυψαν. Το παρελθόν γυρίζει στο παρόν και ζητά απαντήσεις. Τι συνέβη και τις παράτησε ο πατέρας τους; Γιατί εγκατέλειψαν την μάννα τους; Γιατί το πατρικό τους δεν πρέπει να φύγει από τα χέρια τους; Ποιο μυστικό κρύβει το κελάρι στο υπόγειο του σπιτιού; Οι τρεις αδελφές πάνω από την ετοιμοθάνατη μάννα κάνουν μόνο μια ερώτηση
«Μάνα όλα αυτά τα χρόνια γιατί δεν καθάρισες την ντροπή;»



ΠΗΓΗ:https://www.facebook.com/permalink.php?story_fbid=758117244214345&id=258409884185086

ΤΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΣΣΑΣ

ΚΑΙΤΗ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ

ΤΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΣΣΑΣ

Αδυνατώντας να διαχειριστεί ένα χάρισμα που το βλέπει σαν κατάρα, το καταπιέζει και εντάσσεται στον κόσμο του πατέρα της. Πολλά χρόνια αργότερα, γυναίκα πια, επισκέπτεται για πρώτη φορά με το μνηστήρα της τον τόπο καταγωγής της για να τακτοποιήσει τις κληρονομικές της υποθέσεις. Κι εκεί γνωρίζει τον Στέφανο Βρεττό, έναν άντρα που ανατρέπει όλες τις βεβαιότητες της ζωής της.
Η Μυρσίνη, καρπός του παράφορου έρωτα ενός Μακεδόνα και μιας Τσιγγάνας, μεγαλώνει ανάμεσα στους διαφορετικούς κόσμους του πατέρα και της μητέρας της, νιώθοντας πως δεν ανήκει απόλυτα σε κανέναν. Στα εννιά της χρόνια, όταν την εγκαταλείπει η μητέρα της, η μικρή Μυρσίνη πρέπει ν’ αντιμετωπίσει ολομόναχη το παράξενο χάρισμά της, την έκτη αίσθηση που έχει κληρονομήσει από την τσιγγάνα προγιαγιά της.


Στη φθινοπωρινή Μακεδονία, ο διαισθητικός της εαυτός αφυπνίζεται έπειτα  από ένα λήθαργο που κράτησε είκοσι χρόνια. Κι ενώ η Μυρσίνη παλεύει με τα χαώδη συναισθήματά της, ένας άγνωστος εχθρός επιβουλεύεται τη ζωή της…