Τρίτη 14 Ιανουαρίου 2014

ΤΟ ΚΕΛΑΡΙ ΤΗΣ ΝΤΡΟΠΗΣ[δεύτερο απόσπασμα βιβλίου]
[ έκδοση Μάιος 2014] 

«Σ αγαπώ» της είπε για πολλοστή φορά «και δεν βλέπω την ώρα να ενωθούμε και να γίνουμε ζευγάρι. Εκείνη η μέρα θα είναι η πιο ευτυχισμένη της ζωής μου». Το κορίτσι χαμογέλασε αχνά και δεν απάντησε. «Γιατί δε μιλάς Δημητρούλα; Τελευταία έχεις βουβαθεί για τα καλά, εσυ που τιτίβιζες πάντα σαν πουλάκι. Μήπως έχεις μετανιώσει που δέχτηκες αυτή την αγάπη;»

Εκείνη σφίχτηκε με δύναμη επάνω του
«Όχι, ποτέ δεν θα μετανιώσω για όσα σου είπα. Μακάρι να γίνουν αληθινά τα όνειρά μας Τριάντη..όμως..»
«Τι όμως;»
«Αν μια μέρα μάθεις πως έκανα κάτι κακό θα μ αγαπάς το ίδιο;»
«Τι κακό θα μπορούσε να κάνει ένα άδολο πλάσμα σαν κι εσένα Δημητρούλα;» Είπε το αγόρι και γέλασε. «Το πολύ πολύ να ξεχαστείς και να κάψεις καμιά πίτα» είπε και την αγκάλιασε σφιχτά.

Την ίδια στιγμή ο Δημητρός επέστρεφε στο σπίτι λίγο νωρίτερα επειδή μια προβατίνα του είχε αφανιστεί στα καλά καθούμενα κι όσο κι αν την έψαξε δεν την βρήκε. Σκέφτηκε μήπως είχε επιστρέψει μόνη της σπίτι. Όμως δεν ήταν εκεί κι αυτό τον εκνεύρισε ακόμη περισσότερο.
«Να την πάρει και να την σηκώσει ο διάολος» είπε με θυμό. «Που στο κόρακα πήγε το ζωντανό μου λες;» είπε στην Βαγγελιώ.
«Θα την βρεις άνδρα μου μη κάνεις έτσι. Δεν μπορεί να πήγε μακριά κάπου θα την βρεις»
« Πρέπει να την βρω, δεν μας περισσεύουν λεφτά για να χάνουμε τώρα και ζωντανά. Τι πίτα κάνατε σήμερα;»
« Δεν κάναμε, έχουμε από ψες πρασόπιτα»
«Φώναξε την Δήμητρα να φτιάξει μια μηλόπιτα που πεθύμησα να βάλω γλυκό στο στόμα μου».
«Πήγε να πετάξει τις κοπριές μα δεν γύρισε ακόμη. Μάλλον θα είναι πίσω στο μαντρί».
Σηκώθηκε ο Δημητρός και πήγε στο μαντρί, αλλά η κόρη του δεν ήταν εκεί. Μετα την έψαξε τριγύρω και σαν δεν την βρήκε κίνησε για το δάσος.

Ο Τριάντης είχε αγκαλιάσει την Δήμητρα από την μέση κι εκείνη μ ακουμπισμένο το κεφάλι στον ώμο του χάιδευε τρυφερά το χέρι του. Ούτε που αντιλήφθηκαν την παρουσία του πατέρα της πίσω τους, ούτε πρόσεξαν πως τα πουλιά είχαν σιωπήσει απότομα, ακόμη και το ποταμάκι έπαψε να κελαρύζει.

«Δήμητρα!!» Η βροντερή φωνή του ξέσκισε την ησυχία του δάσους και τα πουλιά φτερούγησαν τρομαγμένα και πέταξαν από τα φυλλώματα μακριά.
Η Δήμητρα πετάχτηκε όρθια με ορθάνοιχτα από τον τρόμο μάτια ενώ ο Τριάντης ήταν ακόμη καθισμένος κάτω.
«Πατέρα…» ψέλλισε τρέμοντας
«Τι κάνεις εκεί μωρή βρώμα; Ποιος είναι αυτός που εκεί πέρα που τολμά να σε αγγίζει παλιοπουτάνα;»
Το παλικαράκι σηκώθηκε από τη θέση του «κύριε Τσιρίγκο» είπε με σεβασμό όμως χωρίς να φοβάται, «είμαι ο Τριάντης ο γιός του Παναγιώτη Δαμαλά παλιός συμμαθητής της κόρης σας. έχω καλό σκοπό για την Δήμητρα, αγαπιόμαστε και…
Δεν πρόλαβε να τελειώσει την φράση του. Οι φλόγες που άναψαν στα μάτια του Δημητρού ήταν ικανές να κάψουν το δάσος. Η ανάσα του έγινε βαριά και οι φλέβες του λαιμού του πετάχτηκαν μελανές έτοιμες να σπάσουν. Προχώρησε προς το μέρος του με βλέμμα παγωμένο.
«Μη πατέρα! Μη!» όρμησε η Δήμητρα να το σταματήσει. Το χαστούκι που έπεσε πάνω στο πρόσωπό της την πέταξε τρία μέτρα μακριά. Το κορίτσι έπεσε στο έδαφος βογκώντας περισσότερο από τον τρόμο παρά από τον πόνο. Την επόμενη στιγμή ο Τριάντης ένοιωσε μια σιδερένια τανάλια να τον αρπάζει από τον λαιμό να τον σηκώνει από το έδαφος στον αέρα και να τον ακουμπά με δύναμη πάνω στον κορμό του δέντρου. Η φωνή του αγοριού πνίγηκε στο λαρύγγι του. Το βλέμμα του άνδρα απέναντι του γυάλινο όμοιο με αγριμιού που η πείνα το θερίζει από μέρες ήταν γαντζωμένο πάνω του χωρίς να χάνει χιλιοστό από τον στόχο του. Ο νέος αδυνατούσε να μιλήσει ή έστω να βογκήξει. «Και ποιος είσαι εσυ ρε τσόγλανε που τολμάς να βλέπεις και να ακουμπάς την κόρη μου; Πόσο καιρό γίνεται αυτό πίσω από την πλάτη μου; Πηδάς την κόρη μου ρε αλήτη;» ακούστηκε άγρια η φωνή του.
«Μη πατέρα! Μη του κάνεις κακό! »άρχισε να ουρλιάζει τώρα η Δήμητρα αγκαλιάζοντας τα πόδια του «Δεν μ εχει αγγίξει, στο ορκίζομαι στον Θεό! Δεν με εχει αγγίξει.»
«Λέει αλήθεια τούτη ρε;»
Το παλληκάρι προσπάθησε να κουνήσει το κεφάλι καταφατικά ενώ είχε μπλαβιάσει ολόκληρο. Ο Δημητρός τότε μόνο πρόσεξε το μελανιασμένο του πρόσωπο και χαλαρώνοντας την λαβή του χεριού του τον άφησε να πατήσει στο έδαφος. «Άκουσε καλά μπάσταρδε τι θα σου πω γιατί θα είναι η πρώτη και η τελευταία φορά. Αν ξανατολμήσεις και πλησιάσεις την Δήμητρα περισσότερο από χίλια μέτρα, θα σε θάψω ζωντανό στην ρίζα αυτού του δέντρου. Το κατάλαβες;» Ο Τριάντης προσπαθώντας σαν πάρει ανάσες μόνο τον κοίταζε. «Και τώρα τσακίσου από τα μάτια μου!».
Το αγόρι κοίταζε την κοπέλα που είχε πανιάσει και έκλαιγε κάνοντας του νοήματα να φύγει και μετά με απρόθυμα βήματα απομακρύνθηκε βήχοντας στην προσπάθειά του να βρει τον ρυθμό της ανάσας του. Την επόμενη στιγμή ο Δημητρός βουτώντας με δύναμη από τη κοτσίδα την κοπέλα άρχισε να την σέρνει πίσω του ενώ ο Τριάντης είχε μείνει στήλη άλατος χωρίς να ξέρει τι να κάνει.

Την έσυρε μέχρι που μπήκαν στην αυλή του σπιτιού και την οδήγησε στο μαντρί ενώ εκείνη έκλαιγε γοερά. Με το που μπήκαν μέσα άρπαξε το ψαλίδι που κούρευε τα ζωντανά. Πριν καν καταλάβει η Δήμητρα τι γινόταν την πέταξε στο έδαφος και βάζοντας το γόνατό του στο σβέρκο της. Η Δήμητρα πιστεύοντας πως θα την σφάξει άρχισε να ουρλιάζει. Την επόμενη στιγμή άκουσε ένα χρατς και πρόλαβε να δεί την μακριά πλούσια κοτσίδα της να πέφτει στο σκατωμένο έδαφος. Μετα ο πατέρας της αρπάζοντας τούφες μαλλιών άρχισε να τις κόβει σύριζα με λύσσα κόβοντας μαζί και κομμάτια δέρματος. Ο πόνος ήταν τρομαχτικός και η Δήμητρα έσκουζε τώρα σαν σφαγιασμένο ζωντανό θορυβώντας το κοπάδι που πήγε και στριμώχτηκες σε μια γωνιά το ένα πάνω στο άλλο βελάζοντας τρομαγμένο. Αίματα άρχισαν να κυλούν στο πρόσωπο της και στο δάπεδο ενώ εκείνη μάταια να προσπαθούσε να ξεφύγει από τα σιδερένια χέρια του. Η Αναστασία μαζί με τη Ερατώ και την Βαγγελιώ που άκουσαν τα ουρλιαχτά μπήκαν στο μαντρί αλλά η λύσσα του Δημητρού ήταν τόσο μεγάλη, που καμιά τους δεν τόλμησαν να τον πλησιάσει και να τον εμποδίσει από αυτό που έκανε.. Και σαν το κεφάλι τα έγινε μια τεράστια πληγή χωρίς ίχνος τρίχας, τότε μόνο σηκώθηκε από πάνω της και πέταξε την ψαλίδα.
«Έτσι τιμωρούνται οι πουτάνες!» φώναξε δυνατά και βγήκε από μαντρί. Η Δήμητρα απελευθερωμένη πιάνοντας το κεφάλι της και βλέποντας τα χέρια της μες τα αίματα άρχισε να ουρλιάζει ακόμη περισσότερο διπλωμένη πάνω στα δύο εκεί πάνω στα σκατά των ζώων. Την επόμενη στιγμή η Αναστασία τρέχοντας στην αυλή άρπαξε μια απλωμένη πετσέτα και τύλιξε το κεφάλι της
«Σήκω αδελφή, σήκω» της είπε κλαίγοντας. Σήκω να σου βάλω βοτάνια στις πληγές σου


Δημοσιευμένο στη σελίδα της συγγραφέως στο facebook 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου